πολυπραγμοσύνη

  • 11Polypragmosyne — (griechisch πολυπραγμοσύνη, polypragmosyne, von polý = viel und prágma = etwas, was betrieben wird ) bezeichnet eine auffällige Vielgeschäftigkeit, eine Gewohnheit oder psychischen Zwang, sich in Alles und Jedes zu mischen. Zugrunde liegt meist… …

    Deutsch Wikipedia

  • 12-σύνη — παραγωγική κατάλ. αφηρημένων ουσ. όλων τών περιόδων τής ελλην. γλώσσας. Κατά την επικρατέστερη άποψη, ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα μιας ΙΕ ρίζας στην οποία ανάγονται επίσης τα: αρχ. ινδ. tvanam, αβεστ. θwanәm. Αρχικά, τα θηλ. ον. σε σύνη… …

    Dictionary of Greek

  • 13λεπτουργία — η (AM λεπτουργία) [λεπτουργός] καλλιτεχνική επεξεργασία, δούλεμα με λεπτότητα, λεπτή τέχνη («σινδόνες ὑφασμέναι ὁμοίως κατὰ λεπτουργίαν ταῑς ἐκ τῶν ἐρίων πεποιημέναις», Ιώσ.) μσν. (για τη Δημιουργία) δεξιοτεχνική κατασκευή αρχ. 1. λεπτολογία… …

    Dictionary of Greek

  • 14μισοπράγμων — μισοπράγμων, ον (Α) αυτός που μισεί, που αποφεύγει την πολυπραγμοσύνη, φιλήσυχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ* + πράγμων (< πρᾶγμα), πρβλ. φιλο πράγμων] …

    Dictionary of Greek

  • 15παράλυση — (Ιατρ.). Oνομάζεται και πάρεση. Ο όρος π. σημαίνει την κατάλυση της εκούσιας ή ακούσιας (αντανακλαστικής ή αυτόματης) κινητικότητας, εξαιτίας της απώλειας της κινητικής λειτουργίας σε ένα οποιοδήποτε σημείο μεταξύ του φλοιού του εγκέφαλου και της …

    Dictionary of Greek

  • 16περίεργος — η, ο / περίεργος, ον, ΝΜΑ 1. (για πρόσ.) αυτός που ενδιαφέρεται για το καθετί και θέλει να τό γνωρίσει, αυτός που ερευνά και επιδιώκει να μάθει τα πάντα, ερευνητικός (α. «από μικρός ήταν περίεργος και έμαθε πολλά» β. «περίεργα παιδία», Γαλ. γ.… …

    Dictionary of Greek

  • 17πολυπράγμων — όνος, ο, η, ΝΜΑ, και πολυπράγμονος Ν 1. αυτός που ασχολείται με πολλά πράγματα ταυτόχρονα, με πολλές υποθέσεις 2. αυτός που ασχολείται με θέματα που δεν τόν αφορούν, που ανακατεύεται σε ξένες υποθέσεις μσν. αρχ. ο άκριτα περίεργος αρχ. ο… …

    Dictionary of Greek

  • 18πολυπραγμονικώς — Μ επίρρ. με άκαιρη πολυπραγμοσύνη, με υπερβολική περιέργεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυπράγμων, ονος + επιρρμ. κατάλ. ῶς, μέσω ενός αμάρτυρου επιθ. *πολυ πραγμονικός] …

    Dictionary of Greek

  • 19πολυπραγμόνησις — ήσεως, ἡ, Α [πολύπραγμονώ] η πολυπραγμοσύνη …

    Dictionary of Greek

  • 20Δερκυλίδας — (τέλη 5ου – αρχές 4ου αι. π.Χ.). Σπαρτιάτης στρατηγός και ναύαρχος. Το όνομά του αναφέρεται για πρώτη φορά στο τέλος του Πελοποννησιακού πολέμου, όταν, με εκστρατεία του στη Μικρά Ασία, βοήθησε τις πόλεις Άβυδο και Λάμψακο να αποστατήσουν από… …

    Dictionary of Greek