πολυποίκιλος
1πολυποίκιλος — much variegated masc/fem nom sg …
2πολυποίκιλος — η, ο / πολυποίκιλος, ον ΝΜΑ πάρα πολύ ποικίλος, αυτός που παρουσιάζει μεγάλη ποικιλία (α. «πολυποίκιλες αντιδράσεις» β. «πολυποίκιλα προβλήματα» γ. «ἡ πολυποίκιλος σοφία τοῦ Θεοῦ», ΚΔ) (μσν αρχ.) πολυποίκιλτος, πολύ διακοσμημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …
3πολυποικιλώτατα — πολυποίκιλος much variegated adverbial superl πολυποίκιλος much variegated neut nom/voc/acc superl pl …
4πολυποίκιλον — πολυποίκιλος much variegated masc/fem acc sg πολυποίκιλος much variegated neut nom/voc/acc sg …
5πολυποικιλώτατος — πολυποίκιλος much variegated masc nom superl sg …
6πολυποικίλοις — πολυποίκιλος much variegated masc/fem/neut dat pl …
7πολυποικίλου — πολυποίκιλος much variegated masc/fem/neut gen sg …
8πολυποικίλων — πολυποίκιλος much variegated masc/fem/neut gen pl …
9πολυποικίλῳ — πολυποίκιλος much variegated masc/fem/neut dat sg …
10πολυποίκιλα — πολυποίκιλος much variegated neut nom/voc/acc pl …