πολυπάταγα θυμέλαν
1πολυπάταξ — άγος, ὁ, ἡ, Α αυτός που αντηχεί από τον θόρυβο, από ποδοκροτήματα χορευτών, από χειροκροτήματα θεατών («πολυπάταγα θυμέλαν», Πρατίν. Λυρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ* + παταξ, αγος (< πάταγος)] …
1πολυπάταξ — άγος, ὁ, ἡ, Α αυτός που αντηχεί από τον θόρυβο, από ποδοκροτήματα χορευτών, από χειροκροτήματα θεατών («πολυπάταγα θυμέλαν», Πρατίν. Λυρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ* + παταξ, αγος (< πάταγος)] …