πολυοχλοῠσαι δυνάμεις

  • 1πολυοχλώ — έω, Α [πολύοχλος] 1. είμαι πολυπληθής («πολυοχλοῡσαι δυνάμεις», Δίον. Αλ.) 2. μέσ. πολυοχλοῡμαι είμαι πολυάνθρωπος, έχω πολλούς κατοίκους …

    Dictionary of Greek