πολυμαθής
1πολυμαθής — having learnt masc/fem nom sg …
2πολυμαθής — ές, ΝΜΑ αυτός που έχει μάθει και γνωρίζει πολλά, αυτός που έχει πολλές γνώσεις. επίρρ... πολυμαθῶς Α με πολυμάθεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + μαθής (< μάθος, τό «μάθηση, γνώση» < μανθάνω), πρβλ. χρηστο μαθής] …
3πολυμαθής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που ξέρει πολλά, πολύξερος, σοφός …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4πολυμαθῆ — πολυμαθής having learnt neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) πολυμαθής having learnt masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) πολυμαθής having learnt masc/fem acc sg (attic epic doric) …
5πολυμαθέστερον — πολυμαθής having learnt adverbial comp πολυμαθής having learnt masc acc comp sg πολυμαθής having learnt neut nom/voc/acc comp sg …
6πολυμαθεστέρων — πολυμαθής having learnt fem gen comp pl πολυμαθής having learnt masc/neut gen comp pl …
7πολυμαθές — πολυμαθής having learnt masc/fem voc sg πολυμαθής having learnt neut nom/voc/acc sg …
8πολυμαθέστατα — πολυμαθής having learnt adverbial superl πολυμαθής having learnt neut nom/voc/acc superl pl …
9πολυμαθέστατον — πολυμαθής having learnt masc acc superl sg πολυμαθής having learnt neut nom/voc/acc superl sg …
10πολυμαθεστάτην — πολυμαθής having learnt fem acc superl sg (attic epic ionic) …