πολυκοινίᾳ
1πολυκοινίᾳ — πολυκοινίᾱͅ , πολυκοινία sexual promiscuity fem dat sg (attic doric aeolic) …
2πολυκοινία — ἡ, Α [πολύκοινος] σεξουαλική σχέση με πολλούς συντρόφους, ακράτεια στις γενετήσιες σχέσεις …
3πολυκοινίας — πολυκοινίᾱς , πολυκοινία sexual promiscuity fem acc pl πολυκοινίᾱς , πολυκοινία sexual promiscuity fem gen sg (attic doric aeolic) …