πολυεθνής

  • 1πολυεθνής — many peopled masc/fem nom sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2πολυεθνής — ές, Α 1. αυτός που αποτελείται από πολλά έθνη («πολυέθνεα λαόν», Οινόμ.) 2. (κατ επέκτ.) πολυπληθής, πολυάριθμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + εθνής (< ἔθνος), πρβλ. ομο εθνής] …

    Dictionary of Greek

  • 3πολυεθνέα — πολυεθνής many peopled neut nom/voc/acc pl (epic ionic) πολυεθνής many peopled masc/fem acc sg (epic ionic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 4πολυεθνῶν — πολυεθνής many peopled masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 5πολυεθνικός — ή, ό, Ν [πολυεθνής] 1. πολυεθνής 2. φρ. «πολυεθνική επιχείρηση» ή «πολυεθνική εταιρεία» ή απλώς «πολυεθνική» (οικον.) εταιρεία με μεγάλο κεφάλαιο που δραστηριοποιείται σε παγκόσμια κλίμακα και έχει γραφεία, υποκαταστήματα και εργοστάσια όχι μόνο… …

    Dictionary of Greek

  • 6έθνος — Τίτλος εφημερίδων. 1. Ημερήσια αθηναϊκή καθημερινή εφημερίδα με εκδότη τον Σπυρίδωνα Νικολόπουλο (1913), ο οποίος διετέλεσε διευθυντής της έως τον θάνατό του (1938). Έπειτα από διάφορες διακοπές της έκδοσής της, που οφείλονταν στην οξύτητα των… …

    Dictionary of Greek

  • 7πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… …

    Dictionary of Greek