πολυγύμναστος
1πολυγύμναστος — ον, Α 1. ο πολύ γυμνασμένος, πολύ εξασκημένος 2. (κατ επέκτ.) ο πολύπειρος («ποικίλον τι καὶ πολυγύμναστον κακόν» μεγάλης ποικιλίας και πολύπειρο κακό [δηλαδή η γυναίκα], Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + γύμναστος (< γυμνάζω), πρβλ. α… …
2πολυγύμναστον — πολυγύμναστος of much experience masc/fem acc sg πολυγύμναστος of much experience neut nom/voc/acc sg …
3πολυγυμνάστοις — πολυγύμναστος of much experience masc/fem/neut dat pl …