πολυβοσκος
1πολύβοσκος — ον, Α 1. αυτός που παρέχει πολλή βοσκή 2. αυτός που παρέχει βοσκή σε πολλούς 3. αυτός στον οποίο βόσκουν πολλοί, αυτός που τρέφει πολλούς («πολύβοσκος γαῖα», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + βοσκος (< βοσκός), πρβλ. κραιπαλό βοσκος] …
2πολύβοσκον — πολύβοσκος much nourishing masc/fem acc sg πολύβοσκος much nourishing neut nom/voc/acc sg …
3πολυθερής — ές, Α (για ζώα) αυτός που τρέφει πολλούς, πολύβοσκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + θερής (< θέρος, τό), πρβλ. βου θερής] …