πολυαστράγαλος
1πολυαστράγαλος — ον, Α 1. αυτός που έχει πολλούς αστραγάλους, δηλαδή πολλούς κόμπους 2. φρ. «μάστις πολυαστράγαλος» είδος φυτού. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ἀστράγαλος (πρβλ. καλλι αστράγαλος)] …
2πολυαστράγαλον — πολυαστράγαλος strung with many knucklebones masc/fem acc sg πολυαστράγαλος strung with many knucklebones neut nom/voc/acc sg …