πολυήρατος
1πολυήρατος — much loved masc/fem nom sg …
2πολυήρατος — ον, Α 1. πολύ ερατός, πολύ αγαπητός («δῶρον... τοῦτο δίδωμι, μνῆμ Ἑλένης χειρῶν, πολυήρατον ἐς γάμον ὥρην», Ομ. Οδ.) 2. αξιέραστος, αξιαγάπητος («πολυήρατος ἤβη», Ύμν. Αφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ἐρατός (< ἔραμαι), με έκταση τού ε σε η κατά… …
3πολυήρατον — πολυήρατος much loved masc/fem acc sg πολυήρατος much loved neut nom/voc/acc sg …
4πολυηράτοις — πολυήρατος much loved masc/fem/neut dat pl …
5πολυηράτοισιν — πολυήρατος much loved masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …
6πολυηράτου — πολυήρατος much loved masc/fem/neut gen sg …
7πολυηράτῳ — πολυήρατος much loved masc/fem/neut dat sg …
8πολυήρατα — πολυήρατος much loved neut nom/voc/acc pl …
9πολυήρατε — πολυήρατος much loved masc/fem voc sg …
10CARCHEDON — I. CARCHEDON Graecis dicitur Carthago, unde Poenulus Plautina Comoedia Carchedonius dicitur. Dionys. v. 195. Τοῖς δ᾿ ἐπὶ Καρχηδὼν πολυήρατος ἀμπέχει ὅρμον, Καρχηδὼν, Λιβύων μὲν, ἀτὰρ πρότερον Φοινίκων, Καρχηδὼν, ἣν μῦθος ὑπαὶ βοῒ μετρηθῆναι. Vide …