πολυάρατος
1Πολυάρατος — much wished for masc nom sg …
2πολυάρατος — πολυάρᾱτος much wished for masc/fem nom sg πολυά̱ρατος , πολυάρατος much wished for masc/fem nom sg …
3πολυάρατος — επικ. τ. πολυάρητος, ον, Α 1. ο πολύ επιθυμητός, πολυπόθητος («πρὶν θαυμάσας τὴν πολυάρατον σοφίαν ξυνεποδίσθης ὑπ αὐτοῡ», Πλάτ.) 2. ο πολύ καταραμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ἀρῶμαι «παρακαλώ, εύχομαι, καταριέμαι» (πρβλ. δημ άρατος)] …
4Πολυαράτου — Πολυάρατος much wished for masc gen sg …
5Πολυαράτους — Πολυάρατος much wished for masc acc pl …
6Πολυάρατον — Πολυάρατος much wished for masc acc sg …
7πολυάρατον — πολυάρᾱτος much wished for masc/fem acc sg πολυάρᾱτος much wished for neut nom/voc/acc sg πολυά̱ρατον , πολυάρατος much wished for masc/fem acc sg πολυά̱ρατον , πολυάρατος much wished for neut nom/voc/acc sg …
8πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… …
9πολυάρητος — ον, Α (επικ. τ.) βλ. πολυάρατος …
10πολυαράτου — πολυάρᾱτος much wished for masc/fem/neut gen sg πολυᾱράτου , πολυάρατος much wished for masc/fem/neut gen sg …
- 1
- 2