πολλᾰχῇ
1πολλαχῆ — in many places indeclform (adverb) …
2πολλαχῇ — πολλαχῆ in many places indeclform (adverb) …
3πολλαχή — Α επίρρ. 1. σε πολλά μέρη 2. πολλές φορές, συχνά 3. με πολλούς και διάφορους τρόπους, πολυτρόπως 4. για πολλούς λόγους. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πολλ(ο) τού πολύς* + ουρανικό πρόσφυμα αχ + επιρρμ. κατάλ. ῇ (πρβλ. αλλ αχ ή)] …
4πολλαχῆι — πολλαχῇ , πολλαχῆ in many places indeclform (adverb) …
5ενιαχή — ἐνιαχῇ (Α) επίρρ. 1. τοπ. σε μερικά μέρη 2. χρον. ενίοτε, καμιά φορά. [ΕΤΥΜΟΛ. Τα επιρρήματα ενιαχή, ενιαχού, παράγωγα τού ένιοι, εμφανίζουν αντιστοίχως το ίδιο επίθημα με τα πολλαχή*, πολλαχού*] …
6πολύς — πολλή, πολύ, ΝΜΑ, και επικ. τ. πουλύς, πουλύ και ιων. τ. πολλός, ή, όν, Α 1. (για αριθμό και συχνά με ονόματα τα οποία δηλώνουν την έννοια τού πλήθους) αυτός που υπάρχει ή γίνεται σε μεγάλη ποσότητα (α. «συγκεντρώθηκε πολύς λαός για να τόν… …