πολλὰ λόγοις

  • 1Θεσσαλονίκη — I (4ος αι. π.Χ.). Κόρη του Φιλίππου Β’ της Μακεδονίας και της συζύγου του Νικησίπολης, αδελφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Σύζυγός της υπήρξε ο Κάσσανδρος, από τον οποίο απέκτησε τρεις γιους: τον Φίλιππο, τον Αντίπατρο και τον Αλέξανδρο. Τη σκότωσε ο… …

    Dictionary of Greek

  • 2Geflügelte Worte (Antike) — Alpha und Omega, Anfang und Ende, kombiniert zu einem Buchstaben Diese Liste ist eine Sammlung alt und neugriechischer Phrasen, Sprichwörter und Redewendungen. Sie beschreibt ihren Gebrauch und gibt, wo möglich, die Quellen an. Graeca non… …

    Deutsch Wikipedia

  • 3ПЛАТОН —    • Plato,          Πλάτων,        1. сын Аристона и Периктионы (или Потоны), из знатного рода, по отцу в родстве с Кодром, со стороны матери с Солоном, родился в Афинах 21 мая 429 г. Т. к. в этот день (7 фаргелиона) праздновался также день… …

    Реальный словарь классических древностей

  • 4List of works by Lucian — A list of works by Lucian of Samosata (c. AD 125 – after AD 180), who wrote in Ancient Greek. The order of the works is that of the Oxford Classical Texts edition. The English titles are taken from Loeb (alternative translations are sometimes… …

    Wikipedia

  • 5Liste der Werke von Lukian von Samosata — Die folgende Liste zählt alphabetisch nach der grammatischen Ordnung der deutschen Titel die überlieferten Werke des Lukian von Samosata auf. Der deutsche Titel folgt soweit möglich der Übersetzung von Christoph Martin Wieland. Zu den für die… …

    Deutsch Wikipedia

  • 6επιρροθώ — ἐπιρροθῶ, έω (Α) [επίρροθος] 1. επικροτώ, επιδοκιμάζω («στάσις δὲ πάγκοινος ἅδ’ ἐπιρροθεῑ», Αισχύλ.) 2. εκφράζω με θόρυβο τη χαρά μου 3. αντηχώ («κτύπῳ δ’ ἐπιρροθεῑ κροτητὸν ἀμὸν καὶ πανάθλιον κάρα», Αισχύλ.) 4. (με αιτ.) κοροϊδεύω, εμπαίζω… …

    Dictionary of Greek

  • 7ευτεκνία — η (ΑΜ εὐτεκνία, Α και ποιητ. τ. εὐτεκνίη) [εύτεκνος] το να έχει κάποιος πολλά και καλά τέκνα μσν. μτφ. ευγλωττία («τὴν ἐν λόγοις εὐτεκνίαν», Ευστ.) αρχ. 1. γονιμότητα 2. επιγρ. ευκαρπία 3. (επιγρ., ως κύριο όν.) ἡ Εὐτεκνεία προσωποποίηση τής… …

    Dictionary of Greek

  • 8μαρτυρώ — άω και έω (AM μαρτυρῶ, έω) [μάρτυρας] 1. δίνω μαρτυρία για κάτι, πιστοποιώ, βεβαιώνω 2. καταθέτω ως μάρτυρας ευμενώς ή δυσμενώς («πάντες ἐμαρτύρουν αὐτῷ καὶ ἐθαύμαζον ἐπὶ τοῑς λόγοις τῆς χάριτος», ΚΔ) 3. υφίσταμαι βασανιστήρια ή μαρτυρικό θάνατο… …

    Dictionary of Greek

  • 9περισσός — ή, ό και περιττός, ή, ό / περισσός, ή, όν, ΝΜΑ, και περσός, ή, ό Ν, και αττ. τ. περιττός, ή, όν, Α 1. αυτός που υπερβαίνει το κανονικό μέτρο, που περισσεύει, που πλεονάζει, περίσσιος, παραπανήσιος 2. άφθονος, πολύς 3. (στη νεοελλ. μόνον ο τ.… …

    Dictionary of Greek