πολλαπλάσιος
1πολλαπλάσιος — many masc nom sg …
2πολλαπλάσιος — α, ο / πολλαπλάσιος, ία, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος, ιων. τ. πολλαπλήσιος, ίη, ον, Α 1. ο πολλές φορές μεγαλύτερος ή ο πολλές φορές περισσότερος από άλλον 2. το ουδ. ως ουσ. το πολλαπλάσιο(ν) ο αριθμός που μπορεί να προκύψει από άλλον με πολλαπλασιασμό …
3πολλαπλάσιος — α, ο ο πολλές φορές μεγαλύτερος από άλλον: Θα σου δώσω πολλαπλάσια απ όσα βγάζεις …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4πολλαπλασίω — πολλαπλάσιος many masc/neut nom/voc/acc dual πολλαπλάσιος many masc/neut gen sg (doric aeolic) πολλαπλασιόω multiply pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) πολλαπλασιόω multiply imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …
5πολλαπλασίων — πολλαπλάσιος many fem gen pl πολλαπλάσιος many masc/neut gen pl πολλαπλασίων masc/fem nom sg πολλαπλασιόω multiply imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) πολλαπλασιόω multiply imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …
6πολλαπλασίως — πολλαπλάσιος many adverbial πολλαπλάσιος many masc acc pl (doric) πολλαπλασιόω multiply imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …
7πολλαπλάσιον — πολλαπλάσιος many masc acc sg πολλαπλάσιος many neut nom/voc/acc sg πολλαπλασίων masc/fem voc sg πολλαπλασίων neut nom/voc/acc sg …
8πολλαπλήσιον — πολλαπλάσιος many masc acc sg (ionic) πολλαπλάσιος many neut nom/voc/acc sg (ionic) πολλαπλήσιος masc acc sg πολλαπλήσιος neut nom/voc/acc sg …
9πολλαπλασιώτερα — πολλαπλάσιος many neut nom/voc/acc comp pl …
10πολλαπλασίαις — πολλαπλάσιος many fem dat pl …