πολλήν γ

  • 31επάγω — (AM ἐπάγω) [άγω] 1. άγω, οδηγώ εναντίον κάποιου 2. επιφέρω, προκαλώ 3. οδηγώ, παρασύρω («μᾱλλον πρὸς σκληρότητα ἐπάγεις τὴν ψυχήν μου») 4. καταφέρω χτύπημα μσν. επιβάλλω όρκο ή πρόστιμο αρχ. 1. οδηγώ στρατεύματα εναντίον τού εχθρού 2. προχωρώ,… …

    Dictionary of Greek

  • 32επέρχομαι — (AM ἐπέρχομαι) 1. επιτίθεμαι εναντίον κάποιου 2. παρουσιάζομαι, εμφανίζομαι ξαφνικά 3. ακολουθώ, διαδέχομαι 4. (μτχ. ενεστ. ως ουσ.) οι επερχόμενοι, ες, a (AM ἐπερχόμενοι, αι, α) αυτοί που έρχονται ύστερα από μάς, οι μεταγενέστεροι μσν. νεοελλ. 1 …

    Dictionary of Greek

  • 33επεγκεράννυμαι — ἐπεγκεράννυμαι (Α) αναμιγνύω επί πλέον, ανακατώνω κάτι με κάτι άλλο («πολλὴν δὲ τὴν τῶν ἐναντίων κρᾱσιν ἐπεγκεραννύμενος», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + εγκεράνυμι «ανακατώνω»] …

    Dictionary of Greek

  • 34επιφυτεύω — ἐπιφυτεύω (Α) φυτεύω πάνω σε κάτι ή πάνω από κάτι (α. «κἀπιφορήσεις τῆς γῆς πολλήν, κἀπιφυτεύσεις ἕρπυλλον ἄνω καὶ μύρον ἐπιχεῑς», Αριστοφ. β. «ἑπτὰ κυοφορίαις τὴν πρὸς αὐτὰς ἐπιφυτευομένην φιλοστοργίαν», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + φυτεύω (<… …

    Dictionary of Greek

  • 35εργασία — Με τον όρο ε. εννοούμε κάθε ανθρώπινη ενέργεια που έχει σκοπό την παραγωγή αγαθών, υπηρεσιών ή πληροφοριών που χρειάζονται στους ίδιους τους ανθρώπους. Στην ιστορία του ανθρώπου η ε. εμφανίζεται ως κοινωνική ενέργεια, που προσφέρεται δηλαδή από… …

    Dictionary of Greek

  • 36ευβοσία — εὐβοσία, ἡ (Α) 1. η καλή βοσκή («ἡ χώρα ἔχει πολλὴν εὐβοσίαν», Αριστοτ.) 2. αποδοτική καλλιέργεια 3. καλή φυσική κατάσταση («εὐβοσία τοῡ σώματος», Αριστοτ.) 4. αφθονία 5. ως κύριο όν. Ευβοσία θεότητα που λατρευόταν στη Μικρά Ασία. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …

    Dictionary of Greek

  • 37ευκαιρία — η (ΑΜ εὐκαιρία, Α ιων. τ. εὐκαιρίη) [εύκαιρος] 1. κατάλληλος καιρός, ευνοϊκή περίσταση για κάτι (α. «τὴν εὐκαιρίαν διαφυλάττειν» β. «βρήκε ευκαιρία και πλούτισε») 2. χρόνος διαθέσιμος (α. «κατὰ πολλὴν εὐκαιρίαν καὶ σχολήν» β. «μόλις βρω ευκαιρία …

    Dictionary of Greek

  • 38ευμάρεια — η (Α εὐμάρεια και εὐμαρία) [ευμαρής] νεοελλ. αφθονία υλικών μέσων, ευπορία, άνετη ζωή, υλική ευημερία αρχ. 1. ευχέρεια, ευκολία στο να κάνει κάποιος κάτι («ἐζήτησε... τόκοισιν εὐμάρειαν», Ευρ.) 2. ευκολία στην κίνηση, ευκινησία, δεξιότητα,… …

    Dictionary of Greek

  • 39καταγιγνώσκω — (AM καταγιγνώσκω και καταγινώσκω) 1. αποφαίνομαι καταδικαστικά για κάποιον, κηρύσσω ένοχο (α. «κατέγνωσαν δειλία στους στρατιώτες» β. «τούτου μὴ καταγινώσκειν φόνον», Λυσ.) 2. επιβάλλω κάτι ως ποινή («τῶν δὲ διαφυγόντων θάνατον καταγνόντες», Θουκ …

    Dictionary of Greek

  • 40κατανόηση — η (AM κατανόησις [κατανοώ] το να κατανοεί, το να αντιλαμβάνεται κάποιος κάτι πλήρως και σαφώς («ἡ αὑτοῡ κατανόησις» η ενόραση, Πλωτίν.) νεοελλ. 1. η σωστή αντίληψη 2. φρ. «έχω κατανόηση» ή «δείχνω κατανόηση» καταλαβαίνω και σέβομαι τα προβλήματα… …

    Dictionary of Greek