πολιτάρχης
1πολιτάρχης — civic magistrate masc nom sg πολιταρχέω hold office of imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …
2πολιτάρχης — ο, ΝΜΑ νεοελλ. 1. (κατά την επανάσταση τού 1821) αξίωμα που έφερε ο στρατηγός Μακρυγιάννης κατά την πολιορκία τής Ακρόπολης από τους Τούρκους 2. (επί Καποδίστρια) διευθυντής τής αστυνομίας μσν. αρχ. πολιτικός άρχοντας («μὴ εὑρόντες δὲ αὐτοὺς… …
3πολιτάρχαι — πολιτάρχης civic magistrate masc nom/voc pl πολιτάρχᾱͅ , πολιτάρχης civic magistrate masc dat sg (doric aeolic) …
4πολιταρχῶν — πολιτάρχης civic magistrate masc gen pl πολιταρχέω hold office of pres part act masc nom sg (attic epic doric) …
5πολιτάρχαις — πολιτάρχης civic magistrate masc dat pl …
6πολίταρχος — ὁ, Α πολιτάρχης. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού πολιτάρχης κατά τα αρσ. σε ος] …
7πολιταρχικός — ὁ, Α [πολιτάρχης] αυτός που χρημάτισε πολιτάρχης …
8πολιτάρχας — πολιτάρχᾱς , πολιτάρχης civic magistrate masc acc pl πολιτάρχᾱς , πολιτάρχης civic magistrate masc nom sg (epic doric aeolic) …
9γρίβας — I Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Γεώργιος. Γεννήθηκε στην Αθήνα. Αγωνίστηκε υπό τις διαταγές του Μακρυγιάννη και διακρίθηκε στις μάχες του Μαραθώνα, του Ωρωπού και της Αθήνας. 2. Δημήτριος. Ιερέας και Φιλικός. Μαζί με τον επίσκοπο Μεθώνης… …
10πολιταρχία — ἡ, Α [πολιτάρχης] το αξίωμα τού πολιτάρχου …