πολιορκητής
1πολιορκητής — taker of cities masc nom sg …
2πολιορκητής — ο, ΝΜΑ [πολιορκώ] 1. αυτός που πολιορκεί πόλη ή φρούριο 2. προσωνυμία τού Δημητρίου, γιου τού Αντιγόνου …
3πολιορκητής — ο αυτός που αποκλείει, πολιορκεί πόλη ή φρούριο: Οι πολιορκητές έκοψαν τα νερά της πόλης που πολιορκούσαν …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4Δημήτριος ο Πολιορκητής — (336; – 283/2 π.Χ.). Βασιλιάς της Μακεδονίας. Ήταν γιος του Αντίγονου του Μονόφθαλμου και μνημονεύεται για πρώτη φορά στον πόλεμο εναντίον του Ευμένη (317). Το 312 διοικούσε τον στρατό του πατέρα του στη μάχη της Γάζας. Το 307 έγινε κύριος της… …
5ПОЛИОРКЕТ — • Πολιορκήτης, см. Demetrius, Деметрий, 1 …
6πολιορκηταῖς — πολιορκητής taker of cities masc dat pl …
7πολιορκηταί — πολιορκητής taker of cities masc nom/voc pl …
8πολιορκητοῦ — πολιορκητής taker of cities masc gen sg …
9πολιορκητῇ — πολιορκητής taker of cities masc dat sg (attic epic ionic) …
10πολιορκητήν — πολιορκητής taker of cities masc acc sg (attic epic ionic) …