πολεμ-ίζω
1οικοδομιστήριος — οικοδομιστήριος, ον (Α) χρήσιμος για οικοδομή. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκοδομῶ + κατάλ. ιστήριος τών ρ. σε –ιζω (πρβλ. βασαν ιστήριος, πολεμ ιστήριος)] …
1οικοδομιστήριος — οικοδομιστήριος, ον (Α) χρήσιμος για οικοδομή. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκοδομῶ + κατάλ. ιστήριος τών ρ. σε –ιζω (πρβλ. βασαν ιστήριος, πολεμ ιστήριος)] …