πολεμιστήριος
1πολεμιστήριος — of masc nom sg πολεμιστήριος of masc/fem nom sg …
2πολεμιστήριος — α, ο / πολεμιστήριος, ία, ον, ΝΑ, θηλ. και ος, Α αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πολεμιστή ή στον πόλεμο («χρῶνται... οἱ Ἰνδοί πολεμιστηρίοις [ἐλέφασι]», Αριστοτ.) αρχ. 1. το αρσ. ως ουσ. ὁ πολεμιστήριος πολεμιστής 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.)… …
3πολεμιστήριος — α, ο αυτός που έχει σχέση με τον πόλεμο ή τον πολεμιστή: Πολεμιστήριο σάλπισμα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4πολεμιστήριον — πολεμιστήριος of masc acc sg πολεμιστήριος of neut nom/voc/acc sg πολεμιστήριος of masc/fem acc sg πολεμιστήριος of neut nom/voc/acc sg …
5πολεμιστηρίων — πολεμιστήριος of fem gen pl πολεμιστήριος of masc/neut gen pl πολεμιστήριος of masc/fem/neut gen pl …
6πολεμιστηρίοις — πολεμιστήριος of masc/neut dat pl πολεμιστήριος of masc/fem/neut dat pl …
7πολεμιστηρίου — πολεμιστήριος of masc/neut gen sg πολεμιστήριος of masc/fem/neut gen sg …
8πολεμιστηρίους — πολεμιστήριος of masc acc pl πολεμιστήριος of masc/fem acc pl …
9πολεμιστηρίῳ — πολεμιστήριος of masc/neut dat sg πολεμιστήριος of masc/fem/neut dat sg …
10πολεμιστήρια — πολεμιστήριος of neut nom/voc/acc pl πολεμιστήριος of neut nom/voc/acc pl …
- 1
- 2