ποκάρι
1ποκάρι — ποκάρι, το και πόκος, ο μέρος μαλλιού ή όλο το μαλλί από το κούρεμα ενός προβάτου …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
2ποκάρι — το / ποκάριον, ΝΜΑ νεοελλ. 1. το σύνολο τού ερίου από την κουρά προβάτου, ο πόκος 2. όγκος ερίου μσν. αρχ. μικρή ποσότητα ερίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. τού τ. πόκαι (βλ. λ. πόκος), πρβλ. μυκην. poka = πόκη] …
3πέκος — και αιολ. τ. πέκκος και πεῑκος, τὸ, Α 1. ο πόκος*, το ποκάρι, το σύνολο τού ακατέργαστου μαλλιού από κουρεμένο πρόβατο 2. (κατά το λεξ. Σούδα) «δέρμα, κώδιον». [ΕΤΥΜΟΛ. < πέκω / πείκω. Ο τ. πέκος είναι μτγν. από τον τ. πόκος και σχηματίστηκε… …
4πόκος — ο βλ. ποκάρι …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)