ποιόν

  • 101προρρηματικός — ή, ό, Ν (κυρίως το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα προρρηματικά γραμμ. οι κύριες προθέσεις όταν είναι πρώτα συνθετικά σύνθετων ρημάτων των οποίων βασικό χαρακτηριστικό είναι ότι διατηρούν, παρά τη σύνθεση, την αρχική τους σημασία, γεγονός που… …

    Dictionary of Greek

  • 102πωλώ — πωλῶ, έω, ΝΜΑ, και πουλώ, άω, Ν 1. προσφέρω ή εκθέτω κάτι για πώληση 2. παρέχω κάτι σε κάποιον έναντι τιμήματος («πουλάει το σπίτι του πολύ ακριβά») 3. μτφ. προδίδω, εξαπατώ (α. «αν και φίλος, δεν δίστασε να μέ πουλήσει» β. «τὰ οἴκοι πωλοῡντες»,… …

    Dictionary of Greek

  • 103πότερος — έρα, ον, και ιων. τ. κότερος, η, ον, Α Ι. (ερωτ. αντων.) σε ευθείες και πλάγιες ερωτήσεις) 1. ποιος από τους δύο; (α. «οὐκ ἀν γνοίης ποτέροισι μετείη», Ομ. Ιλ. β. «κότερα τούτων αἱρετώτερά ἐστι»; Ηρόδ. γ. «ἐρωτώσης τῆς μητρός, πότερος καλλίων… …

    Dictionary of Greek

  • 104ράβω — ῥάπτω, ΝΜΑ, και ράφτω Ν συνάπτω, ενώνω δύο ή περισσότερα πράγματα με ραφή (α. «έραψε το τραύμα μου» β. «ἔντοσθεν διὰ βορίας ῥάψε θαμειάς», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. 1. κατασκευάζω ένδυμα για άλλον («η μοδίστρα άρχισε να ράβει το φόρεμά μου») 2. αναθέτω σε …

    Dictionary of Greek

  • 105ρήμα — Μέρος του λόγου που στην παραδοσιακή γραμματική δηλώνει ενέργεια, πάθος ή κατάσταση. Στις γλώσσες όπου υπάρχει (σύμφωνα με τη διάκριση που έκανε ο Αριστοτέλης) καθορίζεται ως μέρος του λόγου, που έρχεται σε αντίθεση προς το όνομα και έχει… …

    Dictionary of Greek

  • 106σίρις — Όνομα αρχαίων πόλεων. 1. Αρχαία πόλη της Κάτω Ιταλίας στη Λευκανία, χτισμένη στον κόλπο του Τάραντα. Ιδρύθηκε στις αρχές του 7ου αι. π.Χ. από Ίωνες άποικους της Κολοφώνας και διακρίθηκε για τον πλούτο και τη χλιδή των κατοίκων της. Το 450 π.Χ. η… …

    Dictionary of Greek

  • 107σινδοκόθορνοι — οἱ, Α (κατά τον Ησύχ.) «ὑπόδημα ποιόν». [ΕΤΥΜΟΛ. < σινδών, όνος + κόθορνος] …

    Dictionary of Greek

  • 108συμπαραδηλώ — όω, ΜΑ υποδηλώνω κάτι ακόμη («συμπαραδηλοῡντα καὶ τὸ ποῑόν τι καὶ πόστον μέρος τῆς ὅλης γῆς ἐστι», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + παραδηλῶ «υποδηλώνω, φανερώνω»] …

    Dictionary of Greek

  • 109σόι — το, γεν. σογιού, ονομ. πληθ. σόγια, Ν 1. γένος, καταγωγή 2. το σύνολο τών ατόμων που συνδέονται με συγγενικούς δεσμούς, συγγενολόι 3. (για ζώα και φυτά) είδος, ποικιλία 4. είδος, ποιόν («δεν μπορώ να καταλάβω τί σόι πατέρας είναι αυτός» 5.… …

    Dictionary of Greek

  • 110τέντζερης — και τέτζερης και τζέντζερης και τσέντζερης και τέντζερες, ο, και τέντζερη, η, και τ. πληθ. αρσ. τεντζερέδες, οι, και ετερκλ. τ. πληθ. ουδ. τζεντζερέδια και τσεντζερέδια και τεντζέρια, τα, Ν 1. χάλκινη χύτρα 2. στον πληθ. οι τεντζερέδες και τα… …

    Dictionary of Greek