ποιοτης

  • 11ποιότητα — η / ποιότης, ητος, ΝΜΑ, και ποιότη Ν [ποιός] η φύση ενός πράγματος κατά την αξία του και σε αντιδιαστολή προς την ποσότητα, η εσωτερική του υπόσταση, το ποιόν (α. «εμπόρευμα κακής ποιότητας» β. «κρασί εξαιρετικής ποιότητας» γ. «ποιότης τρυγός»,… …

    Dictionary of Greek

  • 12качество — русск. цслав. качьство ποιότης. От как, какой; ср. лат. quālitās–oт quālis; см. Мi. LР 284 …

    Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • 13Категория (философия) — У этого термина существуют и другие значения, см. Категория (значения). Категория  специальное понятие, используемое при построении теорий. Содержание 1 Этимология 2 История развития …

    Википедия

  • 14Calidad — (Del lat. qualitas.) ► sustantivo femenino 1 Conjunto de características y propiedades de una persona o cosa que permiten definirla, calificarla y compararla con otras de su especie: ■ la calidad de esta tela es superior a cualquier otra.… …

    Enciclopedia Universal

  • 15οθνείος — α, ο (ΑΜ ὀθνεῑος, α, ον, Α θηλ. και ος) ξένος, ξενικός, αλλογενής, αλλοδαπός, αλλοεθνής (α. «οθνεία έθιμα» έθιμα, ξενικά, κατ απομίμηση ξένων β. «ὀθνεῑος ἤ σοὶ συγγενὴς γεγῶσά τις», Ευρ.) αρχ. 1. υπερβολικός, παράδοξος, ασυνήθιστος, μη κανονικός… …

    Dictionary of Greek

  • 16προδιερεθίζω — Μ ερεθίζω, διεγείρω προηγουμένως («εἰ μή τις ποιότης προδιερεθίσασα», Ακτουάρ. Ιωάνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + διερεθίζω «ερεθίζω συνεχώς, παροξύνω»] …

    Dictionary of Greek

  • 17προσωπικός — ή, ό / προσωπικός, ή, όν, ΝΜ 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πρόσωπο ανθρώπου ή ζώου («προσωπική αρτηρία») 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πρόσωπο ως άτομο, ατομικός (α. «προσωπική πρόσκληση» β. «προσωπική ποιότης», Ευστ.) νεοελλ. 1.… …

    Dictionary of Greek

  • 18χυμός — ο, ΝΜΑ 1. το θρεπτικό υγρό που κυκλοφορεί στα διάφορα μέρη τών φυτών 2. καθένα από τα τέσσερα υγρά τού σώματος τα οποία, κατά τους αρχαίους φυσιολόγους, προσδιόριζαν την ιδιοσυγκρασία και τον χαρακτήρα τού ατόμου και που είναι το αίμα, το φλέγμα …

    Dictionary of Greek

  • 19ԱՐԱՐՈՒԱԾ — (ոյ կամ ի.) NBH 1 0340 Chronological Sequence: Unknown date, 5c, 6c, 11c, 12c գ. ποίημα factura Առնելն, եւ առնիլն. արարք. գործողութիւն. կազմութիւն. եւ Արարեալն գործ. Տե՛ս եւ ԱՐԱՐ, եւ ԱՐԱՐԱԾ: Ի վերացեալն ասի. *Արարուած խեցեղէն սափորոցն ʼի հողոյ.… …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • 20ԱՐԱՐՉՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0341 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 10c, 12c, 13c գ. κτίσις, δημιουργία creatio, opificium, structura որ եւ ԱՐԱՐՉԱԳՈՐԾՈՒԹԻՒՆ. Ստեղծանելն, եւ իլն. գործ Աստուծոյ. եւ Արարչական զօրութիւն եւ խնամ. *Ըստ բարերար… …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)