ποιμνήϊος
1ποιμνήιος — of a flock masc nom sg …
2ποιμνήϊος — ίη, ον, Α (επικ. και ιων. τ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ποίμνη ή στον ποιμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποίμνη + κατάλ. ήϊος (πρβλ. πολεμ ήϊος)] …
3ποιμνήιον — ποιμνήιος of a flock masc acc sg ποιμνήιος of a flock neut nom/voc/acc sg …
4ποιμνηίου — ποιμνήιος of a flock masc/neut gen sg …