ποικιλό-διφρος
1καλλίδιφρος — καλλίδιφρος, ον (Α) αυτός που έχει ωραίο άρμα («Παλλάδος ἐν πόλει τᾱς καλλιδίφρου θεᾱς ναίουσα», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + διφρος (< δίφρος «άρμα»), πρβλ. ποικιλό διφρος, ρυσί διφρος] …
2χρυσόδιφρος — ον, Μ (για άρμα) αυτός που έχει χρυσό δίφρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + δίφρος «έδρα, κάθισμα» (πρβλ. ποικιλό διφρος)] …