ποιητικῶς

  • 1ποιητικῶς — ποιητικός capable of making adverbial …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2Κύκλωπας — ο (AM Κύκλωψ, ωπος) 1. ο μονόφθαλμος γίγαντας Πολύφημος, γιος τής νύμφης Θόωσας, που αναφέρεται στην Οδύσσεια 2. στον πληθ. οι Κύκλωπες ονομασία φυλής τερατόμορφων μονόφθαλμων όντων τής αρχαίας μυθολογίας που κατοικούσαν σε νησί τού Αδριατικού… …

    Dictionary of Greek

  • 3ανάπνευμα — ἀνάπνευμα και ποιητικώς ἄμπνευμα, το (Α) [ἀναπνέω] τόπος για αναψυχή, αναπαυτήριο …

    Dictionary of Greek

  • 4μυθιστόρημα — Λογοτεχνικό είδος που προϋποθέτει μια αφήγηση γεγονότων, σε πεζό λόγο, διαρθρωμένων γύρω από μια «πλοκή» ή γύρω από ένα ή περισσότερα πρόσωπα, με ιστορικό ή φανταστικό φόντο. Ένας ακριβής ορισμός του μ. παραμένει ωστόσο μάλλον δυσχερής, γιατί με… …

    Dictionary of Greek

  • 5ποιητικός — ή, ό / ποιητικός, ή, όν, ΝΜΑ [ποιητής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ποίηση ή στον ποιητή (α. «ποιητικό ύφος» β. «ποιητική εικόνα» γ. «ποιητική σύλληψη» δ. «καὶ γὰρ τῇ λέξει ποιητικωτέρᾳ καὶ ποικιλωτέρᾳ τὰς πράξεις δηλοῡσι», Ισοκρ.) 2.… …

    Dictionary of Greek

  • 6ՊՈՒԵՏԻԿՈՍԱԲԱՐ — ( ) NBH 2 0660 Chronological Sequence: 11c մ. ποιητικῶς poetice. Իբրեւ զպուետիկոս. քերթողաբար. *Գրեցից քեզ թուղթ՝ ելլենական հանճարով, ոչ պարզաբար, այլ պուետիկոսաբար: Արասցեն ստեղծումն բանի՝ պուետիկոսաբար. Մագ. ՟Ե. եւ Մագ. քեր …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)