-
1 ποιητικός
[пиитикос] ас. поэтический.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ποιητικός
-
2 поэтический
ποιητικός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > поэтический
-
3 поэтический
-
4 поэтический
поэт||ический, поэтичныйприл ποιητικός. -
5 поэтичный
поэт||ический, поэтичныйприл ποιητικός. -
6 восторг
-а α.ενθουσιασμός, οίστρος• έκσταση, έξαρση, αγαλλίαση•поэтический восторг ποιητικός οίστρος•
смотреть с -ом βλέπω εκστατικά.
-
7 зерно
-а, πλθ. зёрна, зёрн, -рнаουδ.1. κόκκος, σπόρος φυτών, σπέρμα, σπυρί•горчичное зерно σινάπι, σιναπόσπορος•
конопляное зерно κανναβόσπορος•
крупные, мелкие -а μεγάλοι, μικροί κόκκοι•
кофе в -ах καφές άτριφτος•
хлеба ни -а ούτε σπυρί σιτάρι.
2. αθρσ. γέννημα, τα δημητριακά•хлеб в - σιτάρι σε κόκκους ή σπυρί-σιτάρι•
семенное зерно σπόρος σιτοειδής.
3. μόριο, τρίμμα•жемчужные –а κόκκοι μαργαριταριού.
|| μτφ. ελάχιστη δόση, μόριο, σπυρί•ни -а морали нет ούτε κόκκος ήθους δεν υπάρχει.
4. μτφ. βασική αρχή (αφετηρία), πυρήνας•зерно теории πυρήνας της θεωρίας•
рациональное зерно λογικός πυρήνας•
поэтическое зерно ποιητικός πυρήνας.
-
8 пиитический
επ. παλ. ποιητικός. -
9 поэтический
επ.1. ποιητικός•-ое произведение ποιητικό έργο•
законы -ой речи κανόνες στιχουργικοί•
поэтический талант ποιητικό ταλέντο•
-ое вдохновление ποιητική έμπνευση.
2. ωραίος, όμορφος. -
10 речь
-и, πλθ. речи-и θ.1. λόγος, ομιλία•органы -и τα όργανα του λόγου•
развитие -и ανάπτυξη του λόγου (ομιλίας)•
устная речь προφορικός λόγος•
письменная речь γραπτός λόγος.
2. προφορά, γλώσσα•изысканная, речь περίτεχνη γλώσσα•
отчтливая речь καθαρή ομιλία ή προφορά.
3. ύφος, στυλ•стихотворная речь ο ποιητικός λόγος.
4. κουβέντα•речь идёт γίνεται λόγος•
речь шла γίνονταν λόγος•
об этом и -и нет γι αυτό καμιά κουβέντα, ούτε λόγος (δε γίνεται)•
опять он завл речь о ней πάλι αυτός άρχισε την κουβέντα γι αυτήν.
5. αγόρευση•речь прокурора η αγόρευση του εισαγγελέα•
защитительная речь η αγόρευση της υπεράσπισης.
-
11 стих
стих 1-а α.1. στίχος (ποιητικός)•размер -а μέτρο στίχου•
белые -й στίχοι άνομοιοκατά-ληκτοι.
2. πλθ. ποίημα•лирическиестихи λυρικοί στίχοι•
читать -й απαγγέλλω στίχους ή ποίημα•
сборник -ов συλλογή ποιημάτων.
|| εδάφιο, παράγραφος.εκφρ.духовный стих – στίχοι (ποιήματα) θρησκευτικού εκκλησιαστικού περιεχομένου.стих 2α. άκλ: стих нашл ή накатил α) τον κατέλαβε επιθυμία, διάθεση, οίστρος, β) τον κόλλησε παραξενιά, ιδιοτροπία. -
12 стиховой
επ.ποιητικός•-ая речь έμμετρος λόγος (ποίηση).
-
13 стихотворный
επ.ποιητικός•стихотворный размер ποιητικό μέτρο•
-ые пародии ποιητ ικές παρωδίες.
См. также в других словарях:
ποιητικός — capable of making masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποιητικός — ή, ό / ποιητικός, ή, όν, ΝΜΑ [ποιητής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ποίηση ή στον ποιητή (α. «ποιητικό ύφος» β. «ποιητική εικόνα» γ. «ποιητική σύλληψη» δ. «καὶ γὰρ τῇ λέξει ποιητικωτέρᾳ καὶ ποικιλωτέρᾳ τὰς πράξεις δηλοῡσι», Ισοκρ.) 2.… … Dictionary of Greek
ποιητικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ποίηση ή στον ποιητή: Ποιητική εικόνα. – Ποιητική διάθεση. – Ποιητική λέξη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Νούς ποιητικός — (nus poietikos) (греч.) ум творящий. Термин Аристотеля. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов. 1983 … Философская энциклопедия
ποιητικά — ποιητικός capable of making neut nom/voc/acc pl ποιητικά̱ , ποιητικός capable of making fem nom/voc/acc dual ποιητικά̱ , ποιητικός capable of making fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποιητικώτερον — ποιητικός capable of making adverbial comp ποιητικός capable of making masc acc comp sg ποιητικός capable of making neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποιητικωτέραις — ποιητικός capable of making fem dat comp pl ποιητικωτέρᾱͅς , ποιητικός capable of making fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποιητικωτέρων — ποιητικός capable of making fem gen comp pl ποιητικός capable of making masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποιητικῶν — ποιητικός capable of making fem gen pl ποιητικός capable of making masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποιητικόν — ποιητικός capable of making masc acc sg ποιητικός capable of making neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποιητικώτατα — ποιητικός capable of making adverbial superl ποιητικός capable of making neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)