ποιεῖον

  • 1κατοπτροποιείο — το εργαστήριο κατασκευής κατόπτρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάτοπτρον + ποιείο(ν) (< ποιός < ποιώ), πρβλ. κηρο ποιείον, οινο ποιείον. Η λ., στον λόγιο τ. κατοπτροποιείον, μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Εφημερίς] …

    Dictionary of Greek