ποιία

  • 1ποιίας — ποιίᾱς , ποιία pour a libation fem acc pl ποιίᾱς , ποιία pour a libation fem gen sg (attic doric aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2ποιίαν — ποιίᾱν , ποιία pour a libation fem acc sg (attic doric aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3θυγατροποιία — θυγατροποιΐα, ἡ (Α) υιοθεσία θυγατέρων, το να παίρνει και να ανατρέφει κανείς κάποιαν ή κάποιες ως θετές θυγατέρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυγατρο (< θυγάτηρ, πρβλ. γεν. θυγατρός) + ποιία < ποιός < ποιώ), πρβλ. οδο ποιία, τεκνο ποιία] …

    Dictionary of Greek

  • 4ιματιοποιία — ἱματιοποιΐα, ἡ (Α) κατασκευή υφασμάτων και ενδυμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάτιον + ποιΐα (< ποιός < ποιώ), πρβλ. ζυθο ποιία, ποτο ποιία] …

    Dictionary of Greek

  • 5καλυβοποιία — καλυβοποιΐα, ἡ (Α) η κατασκευή καλυβών. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλύβη + ποιΐα (< ποιός < ποιῶ), πρβλ. αρτο ποιία, ιστο ποιία] …

    Dictionary of Greek

  • 6κανονοποιία — κανονοποιΐα, ἡ (Α) η κανονογραφία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κανών, όνος + ποιία (< ποιός < ποιῶ), πρβλ. αγαλματο ποιία, δραματο ποιία] …

    Dictionary of Greek

  • 7καταστιχοποιία — η η κατασκευή ή η τέχνη τής κατασκευής καταστίχων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατάστιχο + ποιία (< ποιός < ποιῶ), πρβλ. πιλο ποιία, σαπωνο ποιία. Η λ. μαρτυρειται από το 1894 στην εφημερίδα Άστυ] …

    Dictionary of Greek

  • 8κατοπτροποιία — η η κατασκευή κατόπτρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάτοπτρον + ποιία (< ποιός < ποιώ), πρβλ. επιπλο ποιία, ζυθο ποιία. Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …

    Dictionary of Greek

  • 9κηποποιία — κηποποΐα, ἡ (Μ) η δημιουργία κήπου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῆπος + ποιΐα (< ποιος < ποιῶ «δημιουργώ, εκτελώ»), πρβλ. επο ποιία, ηθο ποιία] …

    Dictionary of Greek

  • 10κτενοποιία — η η κατασκευή χτενιών, η τέχνη τού κτενοποιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κτεν (< κτείς, κτενός) + συνδετικό φωνήεν ο + ποιία (< ποιός < ποιῶ), πρβλ. ζαχαρο ποιία, ποτο ποιία. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …

    Dictionary of Greek