Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ποιά

  • 1 владеть

    владеть 1) κατέχω 2) (ка ким-л. языком) ξέρω· κατέχω' я \владетью греческим языком ξέρω ελληνικά· каким языком вы \владетьете? ποια γλώσσα μιλάτε;
    * * *
    2) (каким-л. языком) ξέρω; κατέχω

    я владе́ю гре́ческим языко́м — ξέρω ελληνικά

    каки́м языко́м вы владе́ете? — ποια γλώσσα μιλάτε

    Русско-греческий словарь > владеть

  • 2 каков

    каков τι είδους, τι λογής, ποιος* \каковы результаты игры? ποια είναι τα αποτελέσματα του αγώνα;
    * * *
    τι είδους, τι λογής, ποιος

    каковы́ результа́ты игры́? — ποια είναι τα αποτελέσματα του αγώνα

    Русско-греческий словарь > каков

  • 3 направление

    направление с η κατεύθυνση, η διεύθυνση· в каком \направление и... ? σε ποια κατεύθυνση...;
    * * *
    с
    η κατεύθυνση, η διεύθυνση

    в како́м направле́и...? — σε ποια κατεύθυνση…

    Русско-греческий словарь > направление

  • 4 повести

    -веду, -ведшь, παρλθ. χρ. повёл
    -вела, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. поведший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. поведённый, βρ: -дён, -дена, -дено
    ρ.σ.
    1. βλ. вести.
    2. σκεβρώνω.
    3. κουνώ, κινώ•

    повести бровями κουνώ τα φρύδια•

    повести плечом κουνώ τον ώμο.

    εκφρ.
    (и) глазом (бровью) не повести – αδιαφορώ τελείως, καθόλου δε δίνω σημασία.
    1. βλ. вестись.
    2. αναπτύσσω σχέσεις, δεσμούς, συνδέομαι, συναναστρέφομαι, κάνω παρέα•

    с кем -ведшься сто-го и набершья παρμ. πες μου ποια είναι η συντροφιά σου να σου πω ποια είναι η ανθρωπιά σου ή πες μου ποιόν κάνεις παρέα να σου πω ποιος είσαι.

    Большой русско-греческий словарь > повести

  • 5 белена

    белен||а
    ж бот. ὁ ὑοσκύαμος, ὁ ἀρνό-καπνος, τό δοντόχορτο; ◊ ты что, \беленаы объелся? разг -^ ποια μύγα σέ τσίμπησε;

    Русско-новогреческий словарь > белена

  • 6 нужда

    нужд||а
    ж
    1. ἡ ἀνάγκη, ἡ χρεία:
    иметь, испытывать \нуждау́ в ком-л., в чем-л. ἔχω ἀνάγκη· у меня большая \нужда в деньгах ἔχω μεγάλη ἀνάγκη ἀπό χρήματα· ну́жды городского населения οἱ ἀνάγκες τοῦ ἀστικοῦ πληθυσμού· без \нуждаы χωρίς νά ὑπάρχει ἀνάγκη· какая \нужда в этом? ποια ἡ ἀνάγκη;· у нас в этом нет \нуждаы δέν (τό) Εχομε ἀνάγκη· в случае \нуждаы ἀν τυχόν χρειαστεί, ἐν ἀνάγκη·
    2. (бедность) ἡ ἐλλειψη [-ις], ἡ στέρηση [-ις], ἡ φτώχεια, ἡ ἀνέχεια:
    быть в крайней \нуждае ξχω μεγάλη φτώχεια· ◊ \нуждаы нет δέν χρειάζεται, δέν εἶναι ἀνάγκη.

    Русско-новогреческий словарь > нужда

  • 7 основание

    основан||ие
    с
    1. (действие) ἡ θεμελίωση[-ις]. ἡ ϊδρυση [-ις]:
    \основание университета ἡ ίδρυση Πανεπιστημίου·
    2. (фундамент) ἡ βάση, τό θεμέλιο[ν], τό κρηπίδωμα:
    у \основаниеия памятника στή βάση τοῦ μνημείου· \основание горы οἱ πρόποδες ὀρους, τό ριζοβούνι· разрушать до \основаниеия κατεδαφίζω ἐκ θεμελίων, γκρεμίζω συθέμελα·
    3. (причина, мотив) ἡ βάση [-ις], ὁ λόγος, ἡ αίτία, ἡ αίτιολογία, ἡ ἀφορμή:
    законное \основание ἡ νόμιμος αίτια· на каком \основаниеии? μέ ποιά δικαιολογία;· требовать на законном \основаниеии ἀπαιτῶ ἐπί τῆ βάσει τοῦ νόμου· иметь полное \основание предполагать ἔχω κάθε λόγο νά„ύποθέτω· без \основаниеия ^ωρίς αἰτία, ἀδικαιολόγητα, ἀβασίμως· не без \основаниеия ὄχι χωρίς λόγο, δικαιολογημένα [-ως]·
    4. хим., мат ἡ βάση [-ις],

    Русско-новогреческий словарь > основание

  • 8 происхождение

    происхождение
    с
    1. ἡ καταγωγή, τό γένος:
    кто он по \происхождениею? ποια εἶναι ἡ καταγωγή του;· грек (русский) по \происхождениею ἐλληνικής (ρωσικής) καταγωγής, Ελληνας (Ρώσος) τό γένος· социальное \происхождение ἡ κοινωνική προέλευση·
    2. (возникновение) ἡ προέλευση, ἡ καταγωγή, ἡ γένεση [-ις]:
    \происхождение видов биол. ἡ καταγωγή τῶν είδών \происхождение языка ἡ προέλευση τής γλώσσας.

    Русско-новогреческий словарь > происхождение

  • 9 зачем

    επίρ. κ. σύνδεσμος υποτακτικός-ερωτηματικός: γιατί, για ποιο σκοπό, για ποιο λόγο, προς τί, για ποια αιτία, ποιος ο λόγος, ποιος ο σκοπός.

    Большой русско-греческий словарь > зачем

  • 10 как

    επίρ., μόριο κ. σύνδ.
    I.
    επίρ.
    1. ερωτηματικό• πως, με ποιόν τρόπο•

    как вы нашли нас в овраге? πως μας βρήκατε στη χαράδρα;-это случилось? πως συνέβηκε αυτό;•

    как он работает? πως δουλεύει αυτός; || αδύνατο•

    как он не даст? πως αυτός δε θα δόσει;είναι αδύνατο αυτός να μη δόσει.

    2. (σημαίνει ποιότητα ενέργειας ή κατάστασης) πως•

    как поживаете? πως περνάτε; (ζήτε;)• как ваше здоровье? πως έχει η υγεία σας; πως είστε; || ποιος, ποια, ποιο•

    как ваше имя? ποιο είναι το όνομα σας; πως σας λένε.

    3. πόσο, τι, πάρα πολύ•

    как давно мы не встретились πόσο καιρό έχομε να συναντηθούμε•

    как он глуп! τι ανόητος!•

    ах! как я несчастлив! αχ! πόσο (τι) δυστυχής είμαι!•

    как я рад! πόσο χαίρομαι! τι χαρά που έχω! || πάρα πολύ•

    он страх как любопытен είναι εξαιρετικά (φοβερά) περίεργος•

    отец его ужас - ругался ο πατέρας του τον μάλωσε γερά.

    4. όταν, πότε.
    5. κάπως, κατά κάποιον τρόπο• οπωσδήποτε.
    II.
    μόριο
    1. (σημαίνει θαυμασμό, αγανάκτηση κ.τ.τ.) πως!
    2. (ερωτηματικό) τι; πως; τι είπες; -? спросил отец πώς; ρώτηοε ο πατέρας.
    III.
    (σύνδεσμος υποτακτικός).
    1. τροπικός• όπως. || τέτοιος, όποιος, ο ίδιος. || όσο. || παλ. επειδή.
    2. σύνδεσμος συγκριτικός• όπως, σαν, καθώς• ακριβώς•

    сидеть как на иголках κάθομαι σαν στα βελόνια ή στ αγκάθια•

    белый как снег άσπρος σαν το χιόνι•

    как прежде όπως πριν.

    || - будто, - бы, - будто бы, σαν να, σάμπως, φαίνεται σαν. || έτσι, έτσι ακριβώς.
    3. (σύνδεσμος χρονικός) όταν, μόλις, που. || тогда как ενώ•

    в то время как στο μεταξύ•

    как только ευθύς μόλις;•

    перед тем как λίγο πριν να•

    задолго до того -... πολύ πριν να... как вдруг όλως ξαφνικά;•

    всякий раз как, каждый раз как κάθε φορά που•

    с тех поркак αφότου, από τότε που

    4. (σύνδεσμος αιτιολογικός) επειδή, αφού, λόγω του ότι, καθόσον, καθότι, γιατί.
    5. (σύνδεσμος υποθετικός)• αν, εάν•

    а что, как женюсь на ней? και τι, αν εγώ παντρευτώ αυτήν; || εισαγωγικό δημοτικών τραγουδιών να, και, πως.

    || (με αρνητικό μόριο не) αν όχι, εκτός•

    с кого же тянуть (деньги) - не с вас? από ποιόν άλλον θα πάρω χρήματα, αν όχι από σας; || μόνο, παρά.

    || πως ότι•

    они не заметили как он вошёл αυτοί δεν αντιλήφτηκαν ότι αυτός μπήκε μέσα.

    εκφρ.
    как бы не – πως να μην•
    как бы ни... – όσο και να... как бы то ни было εν πάση περιπτί1-σει, όπως και να είναι, ό,τι και να συμβεί•
    как же – βέβαια, αναμφίβολα, ασφαλώς•
    как естьαπλ. εντελώς, το ίδιο όπως... как когда ή когда как εξαρτάται•
    смотря как – εξαρτάται πως..., κστά τις περιστάσεις, όπως έρθουν τα πράγματα•
    как кому ή кому как – κατά τον άνθρωπο•
    смотря кому – εξαρτάται κατά τον άνθρωπο•
    как можно – όσο το δυνατό•
    как бы не так! – πως όχι!•
    как нельзя – όσο δεν παίρνει•
    как нельзя лучше – όσο δεν παίρνει καλύτερα•
    как можно больше – όσο το δυνατό περισσότερο•
    как ни – αν και• --никак τέλος πάντων, τελικά, επιτέλους•
    как раз – α) ακριβώς, στο μπόντο, ίσια-ίσια. β) παλ. μεμιάς, μονομιάς, στη στιγμή, αμέσως•
    как скороπαλ. α) μόλις, ευθύς ως, παρ ευθύς, αμέσως, β) και μόνο αν, φτάνει μονάχα• -| так? πως έτσι;•
    как мне быть? – τι να κάνω; -..., так и... τόσο..., όσο... как жаль! (жалко!), τι κρίμα!•
    как например – όπως παραδείγματος, χάρη, όπως λόγου χάρη•
    как известно – όπως είναι γνωστό•
    как же так? – πως λοιπόν;•
    как знать? – πως να μάθω; ποιος ξέρει;•
    едва..., едва только..., только что... как – μόλις... και να, αυτή τη στι,γμή•
    так - – επειδή, γιατί• --нибудь με ένα οποιονδήποτε τρόπο, οπωσδήποτε•
    как попало – όπως τύχει, όπως λάχει, όπως-όπως.

    Большой русско-греческий словарь > как

  • 11 каков

    -а, -о αντων.
    1. (ερωτημ.) τι λογής; τι είδους;•

    ну что -а она? – чудо! – λοιπόν, τι λογής είναι αυτή; – θαύμα!•

    каков он собой? τι εξωτερική εμφάνιση έχει;

    2. (αναφορική) ποιος, τι•

    трудно сказать каков будет урожай δύσκολο είναι να προβλέψεις τι σοδειά θα έχομε•

    каков он ποιος είναι αυτός•

    -ы наши запасы ποια είναι τα αποθέματα μας.

    || πλθ. -ы όπως (ακολουθεί απαρίθμηση).
    3. επιφ. τι!

    каков мерзавец! τι παλιάνθρωπος! τι αχρείος!

    εκφρ.
    каков ни на есть – οποιοσδήποτε•
    каков собой ή каков из себя – τι εμφάνιση έχει.

    Большой русско-греческий словарь > каков

  • 12 каковский

    αντων. (απλ.) ποιος.
    εκφρ.
    по каковски – (απλ.) σε ποια γλώσσα.

    Большой русско-греческий словарь > каковский

  • 13 кто

    αντων.
    1. ερωτ. ποιος, ποια, ποιο•

    это кто сделал? ποιος το έκαμε αυτό;•

    кто идёт? ποιος έρχεται;•

    кто там ποιος είν εκεί;•

    о ком вы говорите? για ποιόν μιλάτε;•

    кто кого (одолеет)? ποιος ποιόν (θα υπερνικήσει);

    2. ο ένας, ο άλλος, ο (οι) μεν, ο (οι) δε•

    кто читает, кто рисует ο ένας διαβάζει, ο άλλος σχεδιάζει•

    кто куда άλλος προς τα δω, άλλος προς τα κει•

    кто где ο ένας εδώ, ο άλλος εκεί•

    кто что любит ο καθένας ό,τι αγαπά ή με το γούστο του.

    3. αόρ. κάποιος, κανένας•

    если кто придёт, скажи, что я на службе αν κάποιος έρθει, πες πως είμαι υπηρεσία•

    не кто иной, как... κανένας άλλος, παρά...

    4. αναφρ. όποιος•

    тот кто ослушается, будет наказан όποιος δε θα υπακούσει, θα τιμωρηθεί.

    εκφρ.
    кто как – ο καθένας με το δικό του τρόπο ή όπως θέλει•
    кто что – όποιος όποιο η ό,τι•
    кто-кто, а... – ποιός-ποιός, όμως...• кого-кого, а... ποιόν-ποιόν, όμως...• кто бы ни был όποιος και να είναι, αδιάφορο ποιος•
    кто ни на есть – καθένας, οποιοσδήποτε, όποιος και να είναι•
    хоть кого – οποιονδήποτε•
    спасайся кто может! – ο σώζων εαυτόν σωθήτω!
    кто в лес кто по дрова – ο καθένας το χαβά του ή το βιολί του.

    Большой русско-греческий словарь > кто

  • 14 основание

    ουδ.
    1. θεμελίωση, Ιδρυση•

    основание города η ίδρυση της πόλης•

    год -я института έτος Ιδρυσης του ινστιτούτου.

    2. (κυρλξ. κ. μτφ.) θεμέλιο, βάθρο• υποδομή•

    основание дома το θεμέλιο του σπιτιού•

    экономическое основание οικονομική βάση•

    правосудие есть основание всякой власти η δικαιοσύνη είναι η βάση κάθε εξ ουσ. ίας.

    3. λόγος, αιτία• στήριγμα•

    говорю это не без -я λέγω αυτό όχι αβάσιμα•

    на этом -и σαυτή τη βάση•

    на каком -и? σε ποια βάση;•

    иметь основание предполагать έχω λόγο να υποθέτω•

    он ревнует без -я αυτός ζηλεύει αδικαιολόγητα.

    4. (μαθ., χημ.) βάση•

    основание треугольника η βάση του τριγώνου.

    εκφρ.
    до -я – μέχρι θεμέλια•
    разрушить до -я – καταστρέφω εκ θεμελίων•
    на -и – με βάση•
    на -и закона – με βάση το νόμο.

    Большой русско-греческий словарь > основание

  • 15 отчего

    επίρ.
    1. (ερωτηματικό) γιατί; για ποια αιτία; για ποιο λόγο από τι;•

    отчего ты пличешь? από τι κλαις;•

    отчего она хромает? γιατί αυτή κουτσαίνει;

    2. (σύνδεσμος! υποτακτικός)• γιατί•

    я не знаю отчего она плачет δεν ξέρω γιατί αυτή κλαίει.

    Большой русско-греческий словарь > отчего

  • 16 почём

    επίρ. ερωτημ. πόσο; (κοστίζει, έχει, κάνει)•τι τιμή; ποια η τιμή;•

    почём помидоры? πόσο έχουν οι ντομάτες;•

    почём молоко? τι τιμή έχει το γάλα;

    εκφρ.
    почём знать – (απλ.) από που ξέρω (εγώ), που να ξέρω, ξέρω κι εγώ, αγνοώ πως και που.

    Большой русско-греческий словарь > почём

  • 17 почему

    επίρ. κ. υποτακτ. σύνδ. γιατί, για ποιο λόγο, για ποια αιτία•

    почему он не приходит? γιατί αυτός δεν έρχεται;•

    вот почему это я сделал να γιατί το έκανα αυτό.

    || γι αυτόν το λόγο, γι αυτήν την αιτία•
    - и не писал αυτός ξέχασε τη διεύθυνση, γι αυτό και δεν έγραφε.
    εκφρ.
    почему вы знаете? – από που ξέρετε; πως ξέρετε;

    Большой русско-греческий словарь > почему

  • 18 ради

    πρόθ. με γεν.
    1. χάρις, χάριν, για, δια, προς•

    не для себя, а ради общей пользы όχι για τον εαυτό μου, αλλά για το κοινό όφελος•

    сего, того ради χάριν αυτού, εκείνου• χάριν του ενός, χάριν του άλλου•

    ради дела χάριν της υπόθεσης•

    ради него για χατήρι του.

    2. για όνομα, εν ονόματι, στο όνομα•

    просить христа ради ζητώ στο όνομα του Χριστού•

    ради дружбы στο όνομα (χάριν) της φιλίας.

    3. λόγω, ένεκα•

    ради развлечения για διασκέδαση•

    шутки ради χάριν αστειότητας•

    ради смеха για γέλιο.

    4. γιατί,για ποιο λόγο, σκοπό, για ποια αιτία, προς τι•

    чего ради ты пошл туда? γιατί πήγες εκεί;•

    его простили ради молодости τον συγχώρησαν γιατί ήταν νέος.

    Большой русско-греческий словарь > ради

  • 19 радость

    θ.
    χαρά• χαρμόσυνη• ευφροσύνη•

    большая радость μεγάλη χαρά• αγαλλίαση•

    он вне себя от радости είναι έξαλλος από χαρά•

    прыгать от -и πηδώ από χαρά•

    какая -! τι χαρά!•

    шы радость моя радость είσαι η χαρά μου.

    εκφρ.
    на -ях – στις χαρές (για χαρμόσυνο γεγονός, είδηση κ.τ.τ.)• с какой -и? (απλ.) γιατί; για ποια αιτία;•
    не в радость – είμαι άχαρος•
    жизнь была не в радость – η ζωή ήταν άχαρη.

    Большой русско-греческий словарь > радость

См. также в других словарях:

  • ποία — ποίᾱ , πόα grass fem nom/voc/acc dual (doric ionic) ποίᾱ , πόα grass fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) ποί̱ᾱ , ποῖος of what kind? fem nom/voc/acc dual ποί̱ᾱ , ποῖος of what kind? fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποίᾳ — ποίᾱͅ , πόα grass fem dat sg (attic doric ionic aeolic) ποί̱ᾱͅ , ποῖος of what kind? fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποιά — ποιός of a certain nature neut nom/voc/acc pl ποιά̱ , ποιός of a certain nature fem nom/voc/acc dual ποιά̱ , ποιός of a certain nature fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποία — (I) ἡ, ΜΑ βλ. ποίος. (II) ἡ, Α βλ. πόα …   Dictionary of Greek

  • ποιᾷ — ποιός of a certain nature fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ποῖα — Ποίας masc voc sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποῖα — ποῖος of what kind? neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποιος — ποια, ποιο / ποῑος, ποία, ποῑον, ΝΜΑ και ιων. τ. κοῖος, η, ον, Α (ερωτ. αντων.) χρησιμοποιείται στις ερωτηματικές προτάσεις προκειμένου από την απάντηση να δηλωθεί: 1. η ταυτότητα προσώπου, τόπου ή πράγματος (α. «ποιος ρώτησε;, Εγώ» β. «ποιος… …   Dictionary of Greek

  • ποι' — ποιά , ποιός of a certain nature neut nom/voc/acc pl ποιά̱ , ποιός of a certain nature fem nom/voc/acc dual ποιά̱ , ποιός of a certain nature fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ποιέ , ποιός of a certain nature masc voc sg ποιαί , ποιός of a… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποιάεντα — ποιά̱εντα , ποιήεις grassy neut nom/voc/acc pl (doric) ποιά̱εντα , ποιήεις grassy masc acc sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποίας — ποίᾱς , πόα grass fem acc pl (doric ionic) ποίᾱς , πόα grass fem gen sg (attic doric ionic aeolic) ποί̱ᾱς , ποῖος of what kind? fem acc pl ποί̱ᾱς , ποῖος of what kind? fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»