Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ποδιού

  • 1 носок

    носок м 1) (кончик) η μύτη ( ποδιού, παπουτσιού) 2) мн.: \носоккй οι κάλτσες ( ανδρικές), τα σοσόνια
    * * *
    м
    1) ( кончик) η μύτη (ποδιού, παπουτσιού)
    2) мн. носки́ οι κάλτσες (ανδρικές), τα σοσόνια

    Русско-греческий словарь > носок

  • 2 ножной

    ножн||о́й
    прил τοῦ ποδιοῦ, τῶν ποδιῶν, ποδικός:
    \ножнойа́я ванна τό ποδόλουτρο[ν]-\ножнойая швейная машина ἡ ραπτομηχανή τοῦ ποδιοῦ· \ножнойые кандалы τά σίδερα, οἱ ποδοπέδες.

    Русско-новогреческий словарь > ножной

  • 3 лапчатый

    лапчатый
    прил
    1. (о птице и т. п.) στεγανόπους·
    2. (похожий на лапу) σέ σχήμα ποδιού / παλαμοσχιδής, παλαμοει-δής (о листьях и т. п.).

    Русско-новогреческий словарь > лапчатый

  • 4 отпечаток

    отпечаток
    м
    1. τό ἀποτύπωμα/ τό Ιχνος, τό σημάδι (след):
    \отпечаток пальцев τά δακτυλικά ἀποτυπώματα· \отпечаток ноги́ на песке τά Ιχνη τοῦ ποδιού στήν ἄμμο·
    2. перен τό σημάδι, τό Ιχνος; \отпечаток гру́сти на лице τά σημάδια θλίψης στό πρόσωπο· накладывать свой \отпечаток на что-л. ἀφήνω τά Ιχνη μου, βάζω τήν σφραγίδα μου σέ κάτι.

    Русско-новогреческий словарь > отпечаток

  • 5 выходка

    θ.
    1. συμπεριφορά ανάγωγη, κακή διαγωγή, αγενής, ανάρμοστη πράξη, ενέργεια.
    2. (για χορό) προβολή του ποδιού, ξεκίνημα, έναρξη.

    Большой русско-греческий словарь > выходка

  • 6 ножной

    επ.
    ποδικός, του ποδιού του ποδαριού•

    -ые мускулы οι μυώνες των ποδιών•

    -ая ванна ποδόλουτρο•

    -ая швиная машина ποδοκίνητη ραφτομηχανή ή του ποδαριού•

    -ые кандалы οι ποδοπέδες.

    Большой русско-греческий словарь > ножной

  • 7 носок

    βλ. носки
    -ска α.
    1. μικρό ράμφος, μυτίτσα.
    2. η μύτη του ποδιού (των δάχτυλων) η μύτη του παπουτσιού•

    туфли с узкими -ами παπούτσια μυτερά•

    ударить мяч -ом χτυπώ την ποδόσφαιρα με τη μύτη (του παπουτσιού)•

    танцевать на -ах χορεύω στις μύτες των ποδιών.

    3. στόμιο αγγείου.
    4. αιχμή, ακίδα (αντικειμένου).
    εκφρ.
    играть в -иπαλ. είδος χαρτοπαιγνίου (τον χάνοντα χτυπούσαν με την τράπουλα στη μύτη).

    Большой русско-греческий словарь > носок

  • 8 носочный

    επ.
    της κάλτσας, των καλτσών.
    επ.
    της μύτης του ποδιού ή του υποδήματος. || της αιχμής, της ακίδας.

    Большой русско-греческий словарь > носочный

  • 9 онуча

    θ.
    ύφασμα περιτύλιξης του ποδιού μέσα στο υπόδημα.

    Большой русско-греческий словарь > онуча

  • 10 парализовать

    -зую, -зуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. парализованный, βρ: -ван, -а, -о;
    ρ.δ.κ.σ.μ.
    1. παραλύω, ακινητοποιώ•

    у него -а нога αυτός έπαθε παράλυση του ποδιού.

    2. μτφ. σμπαραλιάζω, εξαρθρώνω•

    парализовать силы противника σμπαραλιάζω τις δυνάμεις του εχθρού.

    παραλύω, παθαίνω παράλυση.

    Большой русско-греческий словарь > парализовать

  • 11 подъём

    α.
    1. βλ. поднятие..
    2. άνοδος, αύξηση• ανάπτυξη•

    промышленный подъём βιομηχανική άνοδος•

    подъём материального состояние народа άνοδος της υλικής ευημερίας του λαού•

    подъём производства товаров αύξηση της παραγωγής εμπορευμάτων.

    3. έξαρση, εξύψωση, μεταρσίωση, εμψύχωση, ενθουσιασμός, οιστρηλασία.
    4. ανήφορος•

    крутой подъём απότομος ανήφορος•

    спуск и подъём κατήφορος και ανήφορος.

    5. ο ταρσός του ποδιού. || το ύψωμα του υποδήματος στον ταρσό.
    6. εγερτήριο.
    7. ανύψωση του νερού (της στάθμης), φουσκωνεριά•

    подъём реки φουσκωποταμιά.

    лёгок (лёгкий) на подъём καλόβουλος, καταδεχτικότατος αβάρετος πεταχτός•

    тяжёл (тяжёлый) на подъём βαρετός, ασήκωτος, αργοκίνητο καράβι•

    деньги на подъём τα οδοιπορικά (έξοδα).

    Большой русско-греческий словарь > подъём

  • 12 раздробить

    -блю, -бишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. раздробленный, βρ: - -лен, -лена, -лено κ. раздробленный, βρ: -лен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. θρυμματίζω, κάνω θρύψαλα, (δια)θρύπτω•

    стакан κάνω θρύψαλα το ποτήρι.

    || θραύω, σπάζω•

    пуля -ла ему кость правой ноги η σφαίρα του έκανε θρύψαλα το κόκκαλο του δεξιού ποδιού.

    || διασπώ, διαμελίζω, κατακομματιάζω.
    3. (μαθ.) μετατρέπω•

    раздробить метры в сантиметры μετατρέπω τα μέτρα σε εκατοστά (πόντους).

    1. σπάζω, θραύομαι, τεμαχίζομαι, κομματιάζομαι. || θρυμματίζομαι, γίνομαι θρύψαλα.
    2. διαμελίζομαι, χωρίζομαι, κατατέμνομαι (σε τμήματα, ομάδες).

    Большой русско-греческий словарь > раздробить

  • 13 футовый

    επ.
    του ποδιού (μέτρου μήκους).

    Большой русско-греческий словарь > футовый

См. также в других словарях:

  • ραιβοποδία — Μόνιμη παραμόρφωση του άκρου του ποδιού, που χαρακτηρίζεται από την έσω κάμψη πρόσθιου τμήματός του, την κάμψη του πέλματος και από την αποπλάτυνση της ποδικής κάμαρας. Η ανωμαλία αυτή είναι συνήθως συγγενής και συνοδεύεται από μεταβολές των μυών …   Dictionary of Greek

  • ταρσός — I Πόλη της Τουρκίας στον νομό Ιτσέλ (Αδάνων) (160.150 κάτ.). Είναι χτισμένη ανάμεσα στα Άδανα και στη Μερσίνα και αποτελεί σημαντικό κέντρο οικονομικής δραστηριότητας. Η πόλη αυτή είναι αρχαιότατη και, σύμφωνα με την παράδοση, ιδρύθηκε από τους… …   Dictionary of Greek

  • ακροπόδιο — Το άκρο του ποδιού. Το ανώτατο τμήμα στο βάθρο ενός αγάλματος. (Ανατ.) Το ακραίο μπροστινό σημείο του μεγάλου ή του δεύτερου δακτύλου του ποδιού. Αποτελεί σωματομετρικό σημείο και η απόστασή του από το ακραίο προς τα πίσω σημείο του ποδιού… …   Dictionary of Greek

  • ίχνος — το (AM ἴχνος) 1. το αποτύπωμα τού ποδιού στο έδαφος, πατημασιά, χνάρι 2. κάθε σημάδι, αποτύπωμα ή άλλη ένδειξη που αφήνει κάποιο αντικείμενο («ίχνη τροχών») 3. μτφ. για αφηρημένες έννοιες) υπόλειμμα, λείψανο, απομεινάρι (α. «ίχνη πανάρχαιου… …   Dictionary of Greek

  • κνήμη — Το τμήμα του κάτω άκρου, δηλαδή του ποδιού, που περιλαμβάνεται μεταξύ των αρθρώσεων του γόνατος και της ποδοκνημικής· ανατομικά, διακρίνεται σε δύο μέρη: το εμπρός και το πίσω, που χωρίζονται μεταξύ τους από έναν υμένα που εκτείνεται μεταξύ… …   Dictionary of Greek

  • πέλμα — το, ΝΜΑ 1. η κάτω στηρικτική επιφάνεια κάθε ποδιού που εκτείνεται από την πτέρνα ώς τα δάκτυλα, η πατούσα («ηὐδόκουν φελεῑν πέλματα ποδῶν αὐτοῡ πρὸς σωτηρίαν Ἰσραήλ», ΠΔ) 2. το κάτω μέρος τού υποδήματος, η σόλα («τοὺς Λοκροὺς εἰς τὰ πέλματα τῶν… …   Dictionary of Greek

  • ποδόσφαιρο — Άθλημα, που συγκεντρώνει τους περισσότερους θαυμαστές, οι oποίοι διακρίνονται για τις ενθουσιώδεις εκδηλώσεις τους και συχνά για το φανατισμό τους. Παίζεται σε καθορισμένο ανοιχτό χώρο από δύο ενδεκαμελείς ομάδες, κάθε μια από τις oποίες… …   Dictionary of Greek

  • φτέρνα — η / πτέρνα, ΝΜΑ, και λόγιος τ. πτέρνα Ν, και πτέρνη Α 1. το πίσω μέρος τού πέλματος τού ανθρώπινου ποδιού 2. το ευμέγεθες και ακραίο οστό τού ταρσού 3. συνεκδ. το πίσω μέρος υποδήματος, το τακούνι 4. (γενικά) η βάση διαφόρων πραγμάτων 5. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • άρση — Όρος της αρχαίας προσωδιακής μετρικής· λεγόταν και άνω χρόνος. Με τον όρο αυτό χαρακτηριζόταν το ένα από τα δύο μέρη που συναποτελούσαν τον μετρικό πόδα (το μέτρο), ο οποίος τονιζόταν ασθενέστερα, σε αντιδιαστολή προς τη θέση ή κάτω χρόνο, που… …   Dictionary of Greek

  • αχνάρι — και χνάρι, το 1. το αποτύπωμα του πέλματος από τα πόδια ανθρώπων ή ζώων 2. ίχνος, σημάδι 3. το πέλμα του ποδιού 4. μέτρο μήκους (όσο το πέλμα του ποδιού) («το ρίχνουν τα κλεφτόπουλα και πάει σαράντα χνάρια»). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αχνάρι < μσν.… …   Dictionary of Greek

  • καλαπόδι — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 350 μ., 751 κάτ.) στην πρώην επαρχία Λοκρίδος του νομού Φθιώτιδος. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, 93 χλμ. ΝΑ της Λαμίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αταλάντης. * * * το (AM καλαπόδιον, Μ και… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»