ποδηλατιστής
1ποδηλατιστής — ο, Ν 1. ο ποδηλάτης 2. ο αθλητής που επιδίδεται στην ποδηλασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποδήλατο + ιστής*. Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …
2ποδηλάτης — ποδηλάτης, ο και ποδηλατιστής, ο 1. αυτός που χρησιμοποιεί το ποδήλατο και κινείται με αυτό. 2. αυτός που παίρνει μέρος σε αγώνες ποδηλασίας …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
3ποδηλατοδρόμος — ο 1. ποδηλάτης, ποδηλατιστής. 2. αυτός που αγωνίζεται σε δρόμο με ποδήλατο: Οι ποδηλατοδρόμοι συνοδεύονται και από αυτοκίνητα που τους παρακολουθούν …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)