ποδανιπτήρ
1ποδανιπτήρ — vessel for washing the feet in masc nom sg …
2ποδανιπτῆρ' — ποδανιπτῆρα , ποδανιπτήρ vessel for washing the feet in masc acc sg ποδανιπτῆρι , ποδανιπτήρ vessel for washing the feet in masc dat sg ποδανιπτῆρε , ποδανιπτήρ vessel for washing the feet in masc nom/voc/acc dual …
3ποδανιπτήρ — και ποδονιπτήρ, ῆρος, ὁ, Α λεκάνη για το πλύσιμο τών ποδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + νιπτήρ (< νίζω / νίπτω). Ο τ. ποδανιπτήρ κατά το ποδάνιπτρον*, ενώ ο τ. ποδονιπτήρ είναι μτγν.] …
4ποδανιπτῆρα — ποδανιπτήρ vessel for washing the feet in masc acc sg …
5ποδανιπτῆρας — ποδανιπτήρ vessel for washing the feet in masc acc pl …
6ποδανιπτῆρι — ποδανιπτήρ vessel for washing the feet in masc dat sg …
7ποδανιπτῆρος — ποδανιπτήρ vessel for washing the feet in masc gen sg …
8ποδανιπτηρίδιον — τὸ, Α [ποδανιπτήρ] λεκανάκι για το πλύσιμο τών ποδιών …
9ποδονίπτα — ἡ, Μ ο ποδανιπτήρ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + νίζω/νίπτω] …
10ποδονιπτήρ — ῆρος, ὁ, ΜΑ βλ. ποδανιπτήρ …
- 1
- 2