ποδίστρα
1ποδίστρα — ἡ, Α 1. η παγίδα τών ποδιών τών θηραμάτων 2. μτφ. ο ιστός τής αράχνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποδίζω + επίθημα τρα (πρβλ. ποτίσ τρα)] …
2ποδίστρας — ποδίστρᾱς , ποδίστρα foot trap fem acc pl ποδίστρᾱς , ποδίστρα foot trap fem gen sg (attic doric aeolic) …
3ποδίστραις — ποδίστρα foot trap fem dat pl …