πνῑγηρός
1πνιγηρός — ή, ό / πνιγηρός, ά, όν, ΝΑ αποπνικτικός, αυτός που δυσκολεύει την αναπνοή, με πίεση τού λαιμού, με ζέστη ή με τη χημική σύστασή του (α. «πνιγηρή ατμόσφαιρα» β. «σκηνώμασι πνιγηροῑς ἠναγκασμένων διαιτᾱσθαι», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πνῖγος + κατάλ.… …
2πνιγηρός — πνῑγηρός , πνιγηρός choking masc nom sg …
3πνιγηρά — πνῑγηρά , πνιγηρός choking neut nom/voc/acc pl πνῑγηρά̱ , πνιγηρός choking fem nom/voc/acc dual πνῑγηρά̱ , πνιγηρός choking fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
4πνιγηρότερον — πνῑγηρότερον , πνιγηρός choking adverbial comp πνῑγηρότερον , πνιγηρός choking masc acc comp sg πνῑγηρότερον , πνιγηρός choking neut nom/voc/acc comp sg …
5πνιγηρῶν — πνῑγηρῶν , πνιγηρός choking fem gen pl πνῑγηρῶν , πνιγηρός choking masc/neut gen pl …
6πνιγηρόν — πνῑγηρόν , πνιγηρός choking masc acc sg πνῑγηρόν , πνιγηρός choking neut nom/voc/acc sg …
7-ηρός — το επίθημα ηρός είναι το πιο διαδεδομένο από τα επιθήματα σε ρος τής Αρχαίας. Στον Όμηρο απαντά μικρός αριθμός επιθέτων σε ηρός αλλά στους μεταγενέστερους συγγραφείς ο αριθμός αυτός αυξάνεται σημαντικά. (Ήδη στον Ιπποκράτη απαντούν 20 νέα… …
8ανάπνευστος — η, ο (Α ἀνάπνευστος, ον) νεοελλ. ο μη αναπνεύσιμος, αυτός που δεν μπορεί κανείς να τόν αναπνεύσει, διότι είναι δηλητηριώδης ή πνιγηρός αρχ. αυτός που δεν αναπνέει. [ΕΤΥΜΟΛ. Το νεοελλ. ανάπνευστος < αναπνευστός. Η σημασία τής αρνήσεως προήλθε… …
9αποπνικτικός — ή, ό αυτός που προκαλεί ή συντελεί στην απόπνιξη, ο πνιγηρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αποπνίγω. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Εφημερίς] …
10δεραγχής — δεραγχής, ές (Α) [δεράγχη] αυτός που σφίγγει τον λαιμό, ο πνιγηρός …