πνύξ
1πνύξ — the Pnyx masc nom sg …
2Πνύξ — κός, η, ΝΜΑ, και Πνύκα, Ν, και Πνύξ, Πυκνός, Α βραχώδες ημικυκλικό ύψωμα ανάμεσα στον λόφο τών Νυμφών και τον λόφο τών Μουσών, όπου γίνονταν οι συνεδριάσεις τής εκκλησίας τού δήμου τών Αθηναίων. [ΕΤΥΜΟΛ. Τοπωνύμιο άγνωστης ετυμολ. που ανάγεται… …
3πυκνί — πνύξ the Pnyx masc dat sg …
4πυκνῶν — πνύξ the Pnyx masc gen pl πυκνάζω to be frequent fut part act masc voc sg πυκνάζω to be frequent fut part act neut nom/voc/acc sg πυκνάζω to be frequent fut part act masc nom sg (attic epic ionic) πυκνός close fem gen pl πυκνός close masc/neut… …
5πυκνός — πνύξ the Pnyx masc gen sg πυκνός close masc nom sg …
6πυξίν — πνύξ the Pnyx masc dat pl (epic) πυξίς box of box wood fem acc sg …
7πύκνα — πνύξ the Pnyx masc acc sg πυκνος with pointed bottom neut nom/voc/acc pl …
8πύκνας — πνύξ the Pnyx masc acc pl …
9Пникс — Координаты: 37°58′18″ с. ш. 23°43′10″ в. д. / 37.971667° с. ш. 23.719444° в. д.  …
10Πυκναία — ἡ, Α η Πνύκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Πνύξ, Πυκνός + κατάλ. αία (βλ. λ. Πνύξ)] …