πνοια
1πνοιά — πνοιά̱ , πνοή blowing fem nom/voc/acc dual (epic) πνοιά̱ , πνοή blowing fem nom/voc sg (attic epic doric aeolic) …
2πνοιά — ἡ, Α (λυρ. τ.) βλ. πνοή …
3πνοιᾷ — πνοή blowing fem dat sg (attic epic doric aeolic) …
4πνοιάν — πνοιά̱ν , πνοή blowing fem acc sg (attic epic doric aeolic) …
5πνοιάς — πνοιά̱ς , πνοή blowing fem acc pl (epic) …
6ζοφόπνοια — ζοφόπνοια, ἡ (Α) η πνοή ανέμου από τη δύση, ο δυτικός άνεμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζόφος + πνοια (< πνέω) πρβλ. ά πνοια, δύσ πνοια] …
7εύπνοια — η (ΑΜ εὔπνοια και ποιητ. τ. ἐϋπνοΐη) 1. ελεύθερη πνοή, καλή αναπνοή 2. ύπαρξη ευνοϊκών ή υγιεινών ανέμων 3. ιατρ. η κανονική, η φυσιολογική αναπνοή νεοελλ. μσν. ευάρεστη οσμή, ευωδία αρχ. 1. τόπος ευάερος που προσβάλλεται από ανέμους 2. ευκολία… …
8σπανόπνοια — η, Ν μεγάλη βραδύτητα στον αναπνευστικό ρυθμό, που οφείλεται σε παθολογικά αίτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπάνιος + πνοια (< πνοος < πνοή), πρβλ. δύσ πνοια] …
9τραυματόπνοια — η, Ν ιατρ. αναπνευστικός ήχος που ακούγεται κατά την έξοδο και την είσοδο τού αέρα όταν ένα θωρακικό τραύμα έχει προκαλέσει επικοινωνία της κοιλότητας τού υπεζωκότα με την εξωτερική ατμόσφαιρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. traumatopnea… …
10υπόπνοια — η, Ν ιατρ. η ελάττωση τού μεγέθους τής αναπνοής, η οποία αποτελεί ένδειξη αναπνευστικής ανεπάρκειας και ελάττωσης τού κυψελιδικού αερισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + πνοια (< πνοος / πνους < πνοή), πρβλ. δύσ πνοια] …
- 1
- 2