πνιγ-ίζω

  • 1-ισμός — (ΑΜ ισμός) παρεκτεταμένος τ. τής κατάλ. μός, η οποία σχηματίζει μεταρρηματικά παρ. (πρβλ. πνιγ μός < πνίγ ω, συρ μός < σύρ ω) από το θ. σε ισ τού αορ. τών ρ. σε ίζω (πρβλ. εξ ε φόβ ισ α < εκ φοβ ισ μός, χώρ ισ α > χωρ ισ μός). Η κατάλ …

    Dictionary of Greek

  • 2πνιγίζω — Α (ποιητ. τ.) πνίγω. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πνῑγ τού πνίγω + κατάλ. ίζω] …

    Dictionary of Greek