Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

πνεύμα

  • 1 πνεύμα

    [пнэвма] ουσ. о. дух, настроение, ум, смысл, значение.

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > πνεύμα

  • 2 дух

    -а (-у) α.
    1. νους, διάνοια, νόηση, πνεύμα•

    в здоровом теле здоровый дух γερό μυαλό σε γερό κορμί•

    в том же -е στο ίδιο πνεύμα•

    в этом -е σ'αυτό το πνεύμα.

    (φιλοσ.) το Πνεύμα•

    абсолютный дух το απόλυτο Πνεύμα.

    || (θρησκ.) ψυχή.
    2. ηθικό•

    боевой дух μαχητικό πνεύμα•

    моральный дух το ηθικό•

    дух войска το ηθικό του στρατεύματος, του στρατού•

    сила -а ηθική δύναμη•

    подъм -а ανέβασμα (άνοδος) ηθικού•

    упадок -а πτώση ηθικού.

    || θάρρος•

    поднять дух ενθαρρύνω, εμψυχώνω•

    не хватает -а δεν έχει το απαιτούμενο θάρρος.

    3. νόημα, ουσία•

    это противоречит -у закона αυτό είναι! αντίθετο προς το πνεύμα του νόμου•

    дух времени το πνεύμα των καιρών.

    4. άυλη υπόσταση•

    добрый дух το αγαθό πνεύμα•

    злой ή нечистый дух το κακό ή πονηρό πνεύμα (οι δαίμονες).

    5. αναπνοή•

    дух захватывает (ή занимает, замирает) μου πιάνεται η αναπνοή•

    затаить -κρατώ την ανάσα•

    дайте перевести дух αφήστε με να πάρω αναπνοή,- ν' ανασάνω.

    6. παλ. αέρας.
    7. μυρουδιά.
    8. (με σημ. κατηγ.) -ом γρήγορα, τάχιστα•

    скакать во весь дух καλπάζω στα τέσσερα•

    он -ом ЭТО сделает αυτός θα το φτιάσει στο πι και στο φι.

    || με μια ανάσα, χωρίς διακοπή, μονοκοπανιά•

    он одним -ом выпил большой бокал αυτός έπιε ένα μεγάλο ποτήρι μονοκοπανιά.

    εκφρ.
    святой – Αγιο Πνεύμα•
    святым -ом (узнатьκ.τ.τ.) άγνωστο από που το ξέρω•
    быть в -е – είμαι σε ευθυμία•
    быть не в -е – είμαι σε δυσθυμία, έχω κακοκεφιά•
    во весь дух ή что есть -у ( бежать, мчатьсяκ.τ.τ.) ολοταχώς•
    быть на -у – εξομολογούμαι στον πνευματικό•
    как на -у – ειλικρινά, χωρίς να κρύψω τίποτε (σαν στον πνευματικό)•
    покаяться на -у – μεταμελούμαι στον πνευματικό•
    расположение ή состояние -а – ψυχική διάθεση•
    ни слуху ни -у – ούτε φωνή ούτε ακρόαση, μήτε φανιά μήτε λαλιά (κανένα σημείο ζωής)•
    чтобы -у не было – να μη μείνει ούτε ψυχή•
    дух противоречия – πνεύμα αντιλογίας.

    Большой русско-греческий словарь > дух

  • 3 дух

    дух
    м
    1. филос. τό πνεύμα·
    2. (характерные свойства, сущи́ость) τό πνεύμα:
    в марксистском \духе στό πνεόμα τοῦ μαρξισμού, σύμφωνα μέ τό πνεῦμα τοῦ μαρ-ξισμοῦ· в \духе времени στό πνεῦμα τής ἐποχής·
    3. (моральное состояние) τό ήθικό[ν]. τό θάρρος, τό κουράγιο:
    боевой \дух τό μαχητικό ήθικό, τό πολεμικό πνεῦ-μα· сила \духа ἡ ήθική δύναμη· расположение \духа ἡ διάθεση· присутствие \духа ἡ ἐτοιμότητα τοῦ πνεύματος· падать \духом χάνω τό θάρρος μου· не падай \духом! μή χάνεις τό κουράγιο σου!· собраться с \духом ἀποφασίζω, ἀποτολμὤ воспрянуть \духом συνέρχομαι, ξαναπαίρνω θάρρος· поднимать \дух ἀνεβάζω τό ήθικό, ἐμπνέω θάρρος, ἐνθαρρύνω· упавший \духом ἀποθαρρυμένος, μέ πεσμένο τό ἡθι-κό·
    4. (дыхание) разг ἡ (ἀνα)πνοή, ἡ ἀνάσα:
    переводить \дух παίρνω ἀνἀσα, ξεκουράζομαι· у меня \дух захватывает μοῦ κόβεται ἡ ἀνάσα·
    5. (запах) разг ἡ μυρωδιά, ἡ ὀσμή:
    тяжелый \дух ἡ βαρείά ὀσμή, ἡ βαρειά μυρωδιά·
    6. (призрак) τό φάσμα, τό φάντασμα, τό πνεύμα:
    добрый \дух τό ἀγαθό πνεῦμα· злой \дух τό πονηρό πνεύμα· ◊ \дух противоречия τό πνεῦμα τής ἀντιλογίας· единым \духом ἀπνευστί, μονοκοπανιά· во весь \дух ὁλοταχώς· испустить \дух ξεψυχώ, ἐκπνέω· быть в \духе εἶμαι στά κέφια μου· быть не в \духе δέν ἔχω κέφια, δέν εἶμαι στά κέφια μου· в этом \духе σ' αὐτό τό πνεύμα· у него хватило \духа βρήκε τό θάρρος νά...· не хватило \духу δέν είχε τό κουράγιο, δέν τόλμησε· ни слуху ни \духу ὁὔτε φωνή ὁϋτε ἀκρόαση.

    Русско-новогреческий словарь > дух

  • 4 дух

    дух м 1) (сущность) το πνεύμα; в \духе времени στο πνεύμα της εποχής 2) (дыхание) η ανάσα, η αναπνοή перевести \дух παίρνω ανάσα 3) (моральное состояние) το ηθικό, το θάρρος, το κουράγιο η διάθεση, το κέφι (настроение) быть не в духе δεν έχω διάθεση поднять \дух ενθαρρύ νω, εμπνέω θάρρος пасть \духом χάνω το θάρρος μου
    * * *
    м
    1) ( сущность) το πνεύμα

    в духе вре́мени — στο πνεύμα της εποχής

    2) ( дыхание) η ανάσα, η αναπνοή

    перевести́ дух — παίρνω ανάσα

    3) ( моральное состояние) το ηθικό, το θάρρος, το κουράγιο; η διάθεση, το κέφι ( настроение)

    быть не в ду́хе — δεν έχω διάθεση

    подня́ть дух — ενθαρρύνω, εμπνέω θάρρος

    пасть духомχάνω το θάρρος μου

    Русско-греческий словарь > дух

  • 5 гений

    гений
    м ἡ μεγαλοφυία, ἡ ίδιοφυΐα, ὁ Εξοχος νους, τό δαιμόνιο· ◊ добрый \гений τό ἀγαθό πνεΰμα, τό καλό δαιμόνιο· злой \гений τό κακό πνεΰμα, ὁ κακός δαίμων.

    Русско-новогреческий словарь > гений

  • 6 деловнтость

    деловнт||ость
    ж τό πρακτικό πνεύμα, τό ἐπιχειρηματικό πνεῦμα, ἡ δεξιότη-τα [-ης].

    Русско-новогреческий словарь > деловнтость

  • 7 остроумие

    остроу́м||ие
    с ἡ εὐφυολογία, ἡ εὐφυία, τό πνεύμα:
    блистать \остроумиенем διαπρέπω μέ τό σπινθηροβόλο πνεῦμα μου.

    Русско-новогреческий словарь > остроумие

  • 8 голова

    -ы, αιτ. голову, πλθ. головы, -лов, -ам θ.
    1. κεφάλι, -ή•

    голова болит το κεφάλι πονά•

    повернуть -у στρέφω το κεφάλι•

    лысая φαλακρό κεφάλι•

    отрубить преступнику -у κόβω το κεφάλι του εγκληματία.

    2. μτφ. νους, διάνοια, μυαλό, πνεύμα•

    светлая голова φωτεινό μυαλό•

    пустая голова κούφιο κεφάλι (κουφιοκέφαλος, φυρόμυαλος)•

    замечательная голова μεγαλόνους, εξαιρετικός νους, αξιόλογο πνεύμα•

    быть (человеком) с -ой είμαι άνθρωπος υαλωμένος•’ сумасбродная голова μισότρελλος, ημιπαράφρονας.

    3. α. κ. θ. καθοδηγητής, αρχηγός, ιθύνων•

    он им голова αυτός είναι αρχηγός τους•

    городской (παλ,) δήμαρχος.

    4. κεφαλή φάλαγγας.
    5. κομμάτι, τεμάχιο (σαν μονάδα μέτρησης)•

    сто -лов скота εκατό κεφάλια ζώα•

    голова сыра κεφάλι τυριού.

    εκφρ.
    без -ы – ανόητος, κουτός•
    с -ой – μυαλωμένος, έξυπνος, νοητικός•
    в -ах – στο κεφαλάρι του κρεβατιού•
    обрушиться на -у чью – επιτίθεμαι κατά τίνος•
    с -ы – από τον καθένα, από το κάθε άτομο•
    через -у чью – εν αγνοία κάποιου, κρυφά από κάποιον•
    закружилось в -е – ζαλίστηκα•
    голова кружится – ζαλίζομαι μου έρχεται ζαλάδα•
    вешать (повесить) -у – κρεμώ, κατεβάζω το κεφάλι (από θλίψη κλπ.), αποθαρρύνομαι•
    вымыть (намылить) кому -у – τιμωρώ αυστηρά, τσεκουριάζω κάποιον•
    сложить -у – φονεύομαι, πέφτω, χάνομαι•
    не сносить -у – δεν φέρω το κεφάλι (πληρώνω με το κεφάλι, με τη ζωή)•
    выдать -ой – παραδίνω για εξόντωση,προδίνω•
    выдать себя с -ой – εκμυστηρεύομαι (λάθος, ενοχή)•
    заплатить -ой – πληρώνω με το κεφάλι (με τή ζωή)•
    отвечать ή ручаться -ой – εγγυώμαι με το κεφάλι, κόβω το κεφάλι μου, να μη ζήσω•
    вбить ή вколотить себе в -у – εμφυσώ, εμπνέω στον εαυτό μου, ριζώνω (πεποιθήσεις κ.τ.τ.)• выбрасить ή выкинуть из головы αποβάλλω, βγάζω από το μυαλό (λησμονώ)•
    выйти ή вылететь, выскочить из -ы – διαφεύγω του νου (δε θυμάμαι, ξεχνώ)•
    не выходить ή не идти из -ы – δε μου βγαίνει από το μυαλό, το νου (θυμάμαι συνεχώς)•
    в первую -у – στην πρώτη σειρά, πριν απ όλα•
    - у давать на отсечение – κόβω το κεφάλι μου ζεγγυώμαι απόλυτα)•
    есть голова на плечах – το ‘χω το κεφάλι μου (το νου, τα λογικά μου)•
    быть на -у выше кого; быть -ой выше кого – κατά πολύ υπερέχω από κάποιον•
    на свою -у – προς βλάβην του εαυτού μου (του κ.τ.τ.), κακό του κεφαλιού του (μου κ.τ.τ.) θα κάμει, κάμω κ.τ.τ.
    с -ой погрузиться ή окунуться – ρίχνομαι με τα μούτρα (αφοσιώνομαι ολοκληρωτικά)•
    с• больной -ы на здоровую – τα ρίχνω η τα φορτώνω στον άλλον (που είναι αθώος)•
    с (ή от) -ы до пят – από το κεφάλι ως τα πόδια ή ως τα νύχια•
    сам себе голова – είμαι (ει,ναι κλπ.) αυτεξούσιος, αυτοκέφαλος•
    хотя ты здесь, а голова там – αλλού έχεις το νου σου ή αν και παρών, αποδημείς•
    ходить на -е – ατακτώ, θορυβώ, κάνω ο,τι θέλω (συνήθως για παιδιά)•
    на свежую -у – με ξεκούραστο κεφάλι, με ξεσκοτουριασμένο το μυαλό•
    поднимать -у – σηκώνω κεφάλι (παίρνω θάρρος, απειθαρχω, αυθαδιάζω)•
    разбить на -у – κατασυντρίβω, κατανικώ, νικώ κατά κράτος•
    у меня этого даже и в -е не было – ούτε καν το σκέφτηκα ή ούτε καν μου πέρασε από το νου•
    мне пришла мысль в -у – μου ήρθε (κατέβηκε) η σκέψη•
    адамова голова – α) νεκροκεφαλή, β) είδος νυχτερινής πεταλούδας•
    снять -у с кого – κάνω κάποιον να κρεμάσει το κεφάλι (ταπεινώνω).

    Большой русско-греческий словарь > голова

  • 9 нечистый

    επ., βρ: -ист, -а, -о.
    1. ακάθαρτος, λερωμένος, βρώμικος•

    -ая посуда ακάθαρτα αγγεία.

    2. μη γνήσιος, νοθευμένος. || μουντός•

    нечистый цвет μουντό χρώμα.

    || μη καθαρόαιμος•

    собака -ой породы σκύλος από διασταύρωση (μπαστάρδικης ράτσας).

    3. μη καθαρός, μη σωστός, μη ακριβής (για ήχο, προφορά).
    5. ανήθικος• ύποπτος, επιλήψιμος.
    6. άτιμος, βρωμερός, βρώμιος•

    -ое дело βρώμικη υπόθεση ή βρωμοδουλειά.

    7. αμαρτωλός, ανόσιος, ανοσιουργός, ανίερος.
    8. πονηρός, κακός•

    нечистый дух ακάθαρτο πνεύμα (δαίμονας).

    9. ουσ. το ακάθαρτο πνεύμα (δαίμονας).
    εκφρ.
    - ая силе – ο δαίμονας, ο διάβολος, ο τρισκατάρατος•
    на руку -ист – που έχει ροπή για κλέψιμο.

    Большой русско-греческий словарь > нечистый

  • 10 разум

    α.
    1. το λογικό•

    человек наделен -ом ο άνθρωπος προικίστηκε με λογικό•

    животные лишены -а τα ζώα στερήθηκαν του λογικού.

    2. συνείδηση• απόψεις•

    действовать согласно -а δρω κατά τη συνείδηση.

    || νους, νόηση• μυαλό.
    3. παλ. το πνεύμα, το νόημα•, разум закона το πνεύμα του νόμου.

    Большой русско-греческий словарь > разум

  • 11 умудрить

    -рю, -ришь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. умудренный, βρ: -рен, -рена, -рено
    ρ.σ.μ. προάγω πνευματικά, κάνω έξυπνον δίνω πνεύμα, σοφία•

    опыт -ил его η πείρα τον έκανε έξυπνο.

    γίνομαι, έξυπνος, αποκτώ νού, πνεύμα, σοφία• διδάσκομαι. || μηχανεύομαι, βρίσκω τρόπο• διανοούμαι• καταφέρω.

    Большой русско-греческий словарь > умудрить

  • 12 придыхание

    1. (добавочное дыхание, дыхательное движение) η εισπνοή 2. лингв. η δάσυνση, το πνεύμα

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > придыхание

  • 13 блеск

    блеск
    м
    1. ἡ λαμψη [-ις], ἡ ἀκτινοβολία, ἡ στιλπνότητα [-ης], ἡ γυαλάδα, ἡ ἀνταύγεια, τό λαμπίρισμα;
    2. перен ἡ λαμπρότητα [-ης], ἡ μεγαλοπρέπεια:
    \блеск ост-роу́мия τό σπινθηροβόλο πνεῦμα; ◊ с \блеском λαμπρά περίφημα; железный \блеск мин. ὁ αἰματίτης; свинцовый \блеск мин. ὁ θειοῦχος μόλυβδος.

    Русско-новогреческий словарь > блеск

  • 14 блистать

    блистать
    несов см. блестеть; \блистать красотой λάμπω μέ τήν ὁμορφιά (μου); \блистать умом διακρίνομαι γιά τό πνεύμα (μου); \блистать нарядами ἀστράφτω μέ τίς τουαλέτες μου.

    Русско-новогреческий словарь > блистать

  • 15 боевой

    боев||о́й
    прил
    1. πολεμικός, μαχητικός:
    \боевойые деи́ствия οἱ ἐχθροπραξίες, οἱ πολεμικές ἐπιχειρήσεις; \боевойа́я подготовка ἡ στρατιωτική ἐκπαίδευση; \боевойа́я задача ὁ πολεμικός σκοπός, ἡ πολεμική ἀποστολή; \боевойое снаряжение ἡ ἐξάρτηση, ὁ ὁπλισμός; \боевой порядок ἡ παράταξη μάχης; \боевойые заслуги οἱ πολεμικές ὑπηρεσίες; \боевойые отли́чия τά πολεμικά παράσημα; \боевойая тревога ὁ συναγερμός; \боевойое крещение τό βάπτισμα τοῦ πυρός; \боевой товарищ ὁ συμπολεμιστής, ὁ συμμαχητής; быть в \боевой готовности εἶμαι ἐτοιμοπόλεμος;
    2. перен μαχητικός, πολεμικός / φιλοπόλεμος (воинственный):
    \боевой дух τό μαχητικό πνεΰμα.

    Русско-новогреческий словарь > боевой

  • 16 веяние

    веяние
    с
    1. ἡ πνοή, τό φύσημα·
    2. перен ἡ τάση [-ις], ἡ κλίση [-ις], ἡ ροπή:
    \веяние времени τό πνεύμα τοῦ καιρού, ἡ τάση τῆς ἐποχής·
    3. (зерна) τό λίχνισμα.

    Русско-новогреческий словарь > веяние

  • 17 героика

    героика
    ж ἡ ήρωϊκότητα, τό ἡρωι-κό[ν] πνεΰμα.

    Русско-новогреческий словарь > героика

  • 18 делячество

    деляче||ство
    с ἡ χρησιμοθηρία τό στενό πρακτικό (или ἐμπορικό) πνεῦμα.

    Русско-новогреческий словарь > делячество

  • 19 душа

    душ||а́
    ж
    1. ἡ ψυχή:
    добрейшая \душа ἀγαθώτατος ἄνθρωπος· редкой \душаи́ человек χρυσός ἄνθρωπος·
    2. (единица населения) τό ἄτομο[ν], ὁ κάτοικος / ὁ κολήγος, ὁ δουλοπάροικος, ἡ ψυχή (крепостной крестьянин):
    в нашей семье было пять душ ἡ οίκογένειά μας ἀποτελούνταν ἀπό πέντε ἀτομα (или ψυχές)· на душу населения κατ· ἄτομο· ◊ в глубине́ \душай ἐνδομύχως, στό βάθος τῆς καρδίας μου, στό βάθος τής ψυχής μου· вкладывать душу в дело δουλεύω μέ ὅλην μου τήν καρδιά· всеми силами своей \душай, всей \душао́й μέ ὅλην μου τήν καρδιά, μέ ὅλην μου τήν ψυχή, ὀλοψύχως· от всей \душай μέ ὅλην μου τήν καρδιά· \душао́й и телом ψυχή τε καί σώματι, ὁλόψυχα· петь с \душао́й τραγουδώ μέ αίσθημα· до глубины́ \душай ὡς τό βάθος τής καρδίας· говорить по \душаам μιλώ μέ ἀνοιχτή κάρδιἀ· \душа не лежит к кому-л., к чему́-л. δέν μπορώ νά συμπαθήσω κάποιον, δέν μέ τραβάει κάτι· это мне не по \душае αὐτό δέν μοῦ ἀρέσει· \душа общества ἡ ψυχή τής παρέας· он был \душао́й этого дела ήταν ἡ ψυχή αὐτής τής δουλειάς· в \душае (про себя) νοερῶς, ἐνδομύχως, μέσα μου· стоять иад \душао́й στέκομαι πάνω ἀπό τό κεφάλι, ἐνοχλώ· у меня \душа в пятки ушла разг πῆγε ἡ ψυχή μου στήν κούλουρη· отвести́ ду́-шу ξαλαφρώνω, ξεσκάζω· излить ду́шу кому́-л. ἀνοίγω τήν καρδιά μου σέ κάποιον иметь что́-л. на \душае́ ἔχω βάρος στήν καρδιά· у него \душа нараспашку ἐϊναι ἀνοιχτόκαρδος ἄνθρωπος· с открытой \душао́й μέ ἀνοιχτή καρδιά, ἀνοιχτόκαρδά нет ни живой \душай δέν ὑπάρχει ψυχή· не иметь ни гроша за \душао́й δέν ἔχω δεκάρα, εἶμαι ἀπένταρος· кривить \душао́й ὑποκρίνομαι· вымотать всю ду́шу βγάζω τήν ψυχή· \душай не чаять в ко́м-л. разг ἀγαπώ πάρα πολύ, λατρεύω κάποιον сколько \душае угодно δσο τραβάει ἡ ψυχή σου· \душа болит καίγεται ἡ καρδιά μου· брать грех на душу παίρνω τό κρίμα ото λαιμό μου, παίρνω τήν ἀμαρτία· жить \душа в ду́шу ζώ ἀγαπημένα μέ κάποιον как бог на душу положит στά κουτουροῦ, τσάτρα πάτρα· отдать богу ду́шу παραδίδω τό πνεῦμα· чернильная \душа презр. ὁ γραφιάς, ὁ καλαμαράς, ὁ γραφειοκράτης· \душа моя! (в обращении) уст. ἀγαπητέ μου!

    Русско-новогреческий словарь > душа

  • 20 дьявол

    дьявол
    м ὁ διάβολος, ὁ δαίμονας [-ων], τό πονηρό[ν] πνεύμα.

    Русско-новогреческий словарь > дьявол

См. также в других словарях:

  • πνεῦμα — blast neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνεύμα — ατος, το / πνεῡμα, ΝΜΑ, και πνέμα Ν 1. η ψυχή και οι λειτουργίες της, ο ψυχικός κόσμος, σε αντιδιαστολή προς τη σάρκα, την ύλη και τον υλικό κόσμο 2. ο νους και οι ικανότητές του, η ευφυΐα, ο λόγος 3. καθετί το άυλο, το ασύλληπτο με τις αισθήσεις …   Dictionary of Greek

  • πνεύμα — το, ατος 1. ο νους και οι λειτουργίες του: Σκοτίστηκε το πνεύμα μου. 2. ψυχική και διανοητική κατάσταση: Πνεύμα κατανόησης επικράτησε στις συζητήσεις. 3. ιδέα, νόημα, σκοπός, άποψη: Μ αυτό το πνεύμα μίλησε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Άγιο Πνεύμα — I Το όνομα του τρίτου Προσώπου της Αγίας Τριάδας. Κατά την Ορθόδοξη Εκκλησία, η αΐδιος εκπόρευση του Α.Π. γίνεται από τον Πατέρα «ως μόνης πηγής και αιτίας», ενώ η «εν χρόνω αποστολή του στην Εκκλησία» γίνεται «από του Πατρός δι’ Υιού». Τούτο δεν …   Dictionary of Greek

  • Άγιον Πνεύμα — Sp Ãgion Pnevmà Ap Άγιον Πνεύμα/Agion Pnevma L Š Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • πνεῦμ' — πνεῦμα , πνεῦμα blast neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Pneumatic (Gnosticism) — πνεύμα, spirit The highest order of humans as opposed to hylics. spiritual, fully initiated. immaterial, souls. The Pneumatic saw himself as escaping the doom of the material world via the secret knowledge …   Wikipedia

  • ДУША — [греч. ψυχή], вместе с телом образует состав человека (см. статьи Дихотомизм, Антропология), будучи при этом самостоятельным началом; Д. человека заключает образ Божий (по мнению одних отцов Церкви; по мнению других образ Божий заключен во всем… …   Православная энциклопедия

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»