πνευματικός

  • 71εξαγοράρης — και ξαγοράρης, ο εξομολογητής, πνευματικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξαγορά + άρης*] …

    Dictionary of Greek

  • 72εξομολογητής — ο [εξομολογώ] εξομολόγος, πνευματικός …

    Dictionary of Greek

  • 73εξομολόγος — ο ο πνευματικός, ο ιερέας που έχει το δικαίωμα να τελεί το μυστήριο τής εξομολογήσεως. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ομο λόγος (< ομός «ο ίδιος» + λόγος)] …

    Dictionary of Greek

  • 74επιτίμιο — το (AM ἐπιτίμιον) [επιτιμώ] (συνήθως στον πληθ. επιτίμια) ποινή, τιμωρία, πρόστιμο («τοῑσι δὲ παρακτωμένοισι ξεινικοὺς νόμους τοιαῡτα ἐπιτίμια διδοῡσι», Ηρόδ.) μσν. νεοελλ. τιμωρία σωματική ή χρηματική που επιβάλλει ο ιερέας ως πνευματικός σε… …

    Dictionary of Greek

  • 75ευθύμιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ε. ο Μέγας, ο όσιος (Μελιτηνή Αρμενίας 377 – Παλαιστίνη 473). Μορφωμένος ασκητής, ίδρυσε πολλά μοναστήρια στην Παλαιστίνη. Η μνήμη του τιμάται στις 20 Ιανουαρίου. 2. Επίσκοπος Σάρδεων (; – 824).… …

    Dictionary of Greek

  • 76ηγούμαι — (AM ἡγοῡμαι, έομαι, Α δωρ. τ. ἁγοῡμαι) 1. είμαι οδηγός, προπορεύομαι, προηγούμαι, δείχνω τον δρόμο («ὥς εἰπών ἡγεῑθ , ἡ δ ἕσπετο Παλλάς Ἀθήνη», Ομ. Οδ.) 2. είμαι αρχηγός, προΐσταμαι, διευθύνω πρωτοστατώ («ηγούμαι τής επαναστάσεως») 3. (μτχ. ενεστ …

    Dictionary of Greek

  • 77ησυχασμός — (quietismus). Μυστικιστικό κίνημα που αναπτύχθηκε τον 16o και κυρίως τον 17ο αι. στη Δύση και ιδιαίτερα στην Ισπανία, στη Γαλλία και στην Ιταλία. Σκοπός των οπαδών του κινήματος ήταν να επιτύχουν την απόλυτη και παθητική εγκατάλειψη της ψυχής… …

    Dictionary of Greek

  • 78θεωρητικός — ή, ό (ΑΜ θεωρητικός, ή, όν) [θεωρητής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη θεωρία, αυτός που εξετάζει ή ερευνάται με την αφηρημένη σκέψη («θεωρητικές επιστήμες») 2. εκείνος που ασχολείται με την έρευνα και τη γνώση τής ουσίας τών όντων χωρίς να… …

    Dictionary of Greek

  • 79ιεραρχώ — (ΑΜ ἱεραρχῶ, έω) [ιεράρχης] εκτελώ καθήκοντα ιεράρχη νεοελλ. ταξινομώ όντα, φαινόμενα ή ιδέες με βάση τη σπουδαιότητα τους ή άλλο κριτήριο αρχ. είμαι ο θρησκευτικός αρχηγός, ο πνευματικός ηγέτης …

    Dictionary of Greek

  • 80ιμματεριαλισμός — ο (φιλοσ.) 1. η μεταφυσική θεωρία τού Αγγλοϊρλανδού φιλοσόφου Τζων Μπέρκλυ, η οποία αντιτάσσεται στον ματεριαλισμό 2. (κατ επέκτ.) α) η αντίληψη κατά την οποία ο κόσμος είναι αποκλειστικά πνευματικός β) η αντίληψη για το ασώματο τής ψυχής …

    Dictionary of Greek