πνευματικός

  • 61αποικισμός — Εκπληκτικής σημασίας ιστορική δραστηριότητα που εκδηλώθηκε σε δύο περιόδους στην ιστορία της αρχαίας Ελλάδας. Η κάθοδος των Δωριέων και των συγγενικών με αυτούς φύλων προκάλεσε πολλές μετακινήσεις στον ελληνικό χώρο. Όσοι από τους παλαιούς… …

    Dictionary of Greek

  • 62αποκρυφισμός — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζονται όλα τα ιστορικο πολιτιστικά φαινόμενα, σε οποιαδήποτε χώρα, εποχή ή πολιτισμό, τα οποία συνίστανται στην κατοχή και την άσκηση μιας μυστικής διδασκαλίας, λίγο έως πολύ πολύπλοκης και συστηματικής, που έχει ως… …

    Dictionary of Greek

  • 63βιβλιοθήκη — Δημόσια ή ιδιωτική συλλογή βιβλίων ή χειρογράφων, οργανωμένη με σκοπό τη διατήρησή τους ή τη διευκόλυνση των αναγνωστών να τα συμβουλεύονται και να τα μελετούν. Ο όρος σημαίνει επίσης και τον τόπο όπου φυλάσσονται τα βιβλία, αλλά και… …

    Dictionary of Greek

  • 64βιολογία — Επιστήμη που ερευνά τους γενικούς νόμους που διέπουν τη ζωή. Ο όρος χρησιμοποιείται άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που ερευνά τις σχέσεις μεταξύ των ζωντανών οργανισμών και του περιβάλλοντός τους και άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που… …

    Dictionary of Greek

  • 65γέροντας — I Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 450 μ., 27 κάτ.) στην πρώην επαρχία Χαλκίδος του νομού Ευβοίας. Βρίσκεται βόρεια της Ερέτριας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ερετρίας. 2. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 110 μ., 450 κάτ.) στην πρώην… …

    Dictionary of Greek

  • 66γεώργιον — γεώργιον, το (AM) [γεωργός] 1. ο καρπός, η σοδειά 2. η καλλιέργεια 3. ο πνευματικός καρπός, η ηθική ωφέλεια αρχ. 1. η καλλιεργημένη γη 2. έκταση φυτεμένη με οπωροφόρα δέντρα …

    Dictionary of Greek

  • 67δίνω — (I) και δίδω και δώνω (AM δίδωμι και δίδω) Ι. 1. δίνω στο χέρι κάτι, εγχειρίζω 2. χαρίζω, παρέχω («τού δώσε δέκα λίρες», «για τούτο είδεν ο Θεός τον περισσόν του πόνον και ήδωκεν στη ρήγισσα και πάλιν άλλον γόνον») 3. κληροδοτώ («τού δώσε τ… …

    Dictionary of Greek

  • 68διανοούμαι — (Α διανοοῡμαι, έομαι και διανοῶ, έω) 1. αναλογίζομαι, διαλογίζομαι, στοχάζομαι 2. έχω στον νου μου, σκοπεύω, σχεδιάζω, μελετώ νεοελλ. (η μτχ. ως ουσ.) ο διανοούμενος ο λόγιος, ο στοχαστής, ο επιστήμονας, ο πνευματικός εργάτης αρχ. 1. σκοπεύω,… …

    Dictionary of Greek

  • 69εθνάρχης — ο (AM ἐθνάρχης) αρχηγός έθνους νεοελλ. θρησκευτικός, πνευματικός ή πολιτικός ηγέτης που αγωνίζεται για την απελευθέρωση υπόδουλου έθνους ή μέρους του ή ενσαρκώνει τα εθνικά ιδανικά και έχει κύρος σε όλο το έθνος και όχι σε μία μόνο παράταξη μσν.… …

    Dictionary of Greek

  • 70εκαταίος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ε. ο Αβδηρίτης ή ο Τήιος (τέλη 4ου – αρχές 3ου αι. π.Χ.). Γραμματικός και φιλόσοφος της αυλής του Πτολεμαίου Α’ του Σωτήρα, βασιλιά της Αιγύπτου. Ήταν μαθητής του Πύρρωνα, αλλά έθεσε στη βάση της δικής του ηθικής… …

    Dictionary of Greek