πλήγανον βακτηρία

  • 1πλήγανον — τὸ, Α (κατά τον Ησύχ.) «ράβδος, βακτηρία». [ΕΤΥΜΟΛ. < πληγή + επίθημα ανον (πρβλ. δρέπ ανον, ξό ανον)] …

    Dictionary of Greek