πλάτανος
1πλάτανος — πλάτανος, ο και πλατάνι, το το γνωστό δέντρο που φυτρώνει και ευδοκιμεί σε υγρά μέρη: Λέει η αγράμπελη μυριανθισμένη στον άγριο πλάτανο που τη θωρεί (Βαλαωρίτης) …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
2πλάτανος — Platanus orientalis fem nom sg …
3πλάτανος — Γένος φυτών της οικογένειας των Πλατανιδών, της τάξης των ροδωδών (δικοτυλήδονα). Τα πιο αξιόλογα καλλιεργούμενα είδη είναι ηπ. η ανατολική καιπ. η δυτική. Το πρώτο είναι το γνωστό πλατάνι, που φύεται σε όλη την Ελλάδα, στις όχθες των ποταμών,… …
4Πλάτανος — Sp Plãtanas Ap Πλάτανος/Platanos L Kreta ir V Graikija …
5Κάτω Πλάτανος — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 720 μ., 80 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ναυπακτίας του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πλατάνου …
6Νέος Πλάτανος — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 40 μ.) στην πρώην επαρχία Αλμυρού του νομού Μαγνησίας …
7Αγαλλόπουλος, Χρίστος — (Πλάτανος Ναυπάκτου 1897 Αθήνα 1959).Νομικός και κοινωνιολόγος. Από τους θεμελιωτές των κοινωνικών ασφαλίσεων στην Ελλάδα, συνέταξε τον σχετικό νόμο, διηύθυνε το ΙΚΑ από την ίδρυσή του έως το 1954 και χρημάτισε εμπειρογνώμονας του Διεθνούς… …
8πλατάνοιο — πλάτανος Platanus orientalis fem gen sg (epic) …
9πλατάνοις — πλάτανος Platanus orientalis fem dat pl …
10πλατάνοισι — πλάτανος Platanus orientalis fem dat pl (epic ionic aeolic) …