πλάκος
1Πλάκος — masc nom sg …
2Πλάκος — ἡ, Α [πλάξ, πλακός] όρος τής Μυσίας, περιοχής τής βορειοδυτικής Μικράς Ασίας, η οποία βρεχόταν από την Προποντίδα στα βόρεια και από το Αιγαίο στα δυτικά …
3πλακός — πλάξ anything flat and broad fem gen sg …
4Πλάκων — Πλάκος masc gen pl …
5Πλάκῳ — Πλάκος masc dat sg …
6υποπλάκιος — ία, ον, Α 1. αυτός που βρίσκεται κάτω από το όρος Πλάκος τής Μυσίας·2. φρ. «Ὑποπλάκιοι Θῆβαι» πόλη τής Μυσίας στους πρόποδες τού όρους Πλάκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + Πλάκος «ονομ. όρους τής Τροίας» + κατάλ. ιος] …
7πλάκα — I Αθηναϊκή συνοικία στους ανατολικούς και τους βόρειους πρόποδες της Ακρόπολης. Η συνοικία αυτή ήταν το κέντρο της Αθήνας από τα πρώτα χρόνια της απελευθέρωσης ως τα τελευταία της βασιλείας του Όθωνα. Το όνομά της οφείλεται σε μεγάλη ενεπίγραφη… …
8плечо — укр. плече, др. русск. плече, ст. слав. плеште ὦμος, νῶτον (Супр.), болг. плещи мн., стар. дв. (Младенов 429), сербохорв. пле̏ħи ж. мн., словен. рlečе, чеш., слвц. рlесе, польск. рlесе, мн. рlесу, в. луж. рlесо, н. луж. рlасо. Ввиду форм… …
9Leukoplakie — der Mundschleimhaut Als Leukoplakie (von altgriechisch λευκός leukós „weiß“ und altgriechisch πλάξ, Genitiv altgriechisch πλακός plakós „Platte“, „Fläche“ – wörtlich „ …
10Лейкоплакия — Ротовая полость больного лейкоплакией …