πλόκᾰμ-ος

  • 1ψαμαθίς — ίδος, ἡ, Α θαλάσσιο ψάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψάμαθος «άμμος» + επίθημα ίς, ίδος (πρβλ. πλοκαμ ίς)] …

    Dictionary of Greek