πλωτός
1πλωτός — masc nom sg …
2πλωτός — ή, ό / πλωτός, όν, ΝΜΑ [πλώω] 1. αυτός που πλέει, που επιπλέει στην επιφάνεια τού νερού 2. αυτός που μπορεί κανείς να τόν διαπλεύσει νεοελλ. φρ. α) «πλωτή δεξαμενή» (ναυπ.) τύπος δεξαμενής για ναυπηγικές εργασίες β) «πλωτή γέφυρα» γέφυρα που… …
3πλωτός — ή, ό 1. για υδάτινες επιφάνειες, αυτός που μπορεί να διανυθεί με πλεούμενο: Πλωτός ποταμός. 2. αυτός που κινείται πάνω στο νερό, που πλέει: Πλωτή γέφυρα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4πλωτά — πλωτός neut nom/voc/acc pl πλωτά̱ , πλωτός fem nom/voc/acc dual πλωτά̱ , πλωτός fem nom/voc sg (doric aeolic) …
5πλωτῶν — πλωτός fem gen pl πλωτός masc/neut gen pl …
6πλωτόν — πλωτός masc acc sg πλωτός neut nom/voc/acc sg …
7πλωταῖς — πλωτός fem dat pl …
8πλωταί — πλωτός fem nom/voc pl …
9πλωτοῖς — πλωτός masc/neut dat pl …
10πλωτοῖσιν — πλωτός masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …