πλωτός

  • 71πλεύσιμος — η, ο / πλεύσιμος, ον ΝΜ [πλεύσις] ο πλωτός μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ πλεύσιμον η πλεύση …

    Dictionary of Greek

  • 72πλωτάρχης — ο, ΝΑ νεοελλ. βαθμός αξιωματικού τού πολεμικού ναυτικού, αντίστοιχος τού ταγματάρχη τού στρατού ξηράς αρχ. 1. κυβερνήτης πλοίου 2. ιδιοκτήτης πλοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλωτός + άρχης (< ἄρχω), πρβλ. λιμεν άρχης] …

    Dictionary of Greek

  • 73πλωτεύω — Α [πλωτός] 1. πλέω 2. παθ. πλωτεύομαι 3. (για τη θάλασσα) διαπλέομαι («ποτέ μὲν γεφυρούμενον... ποτέ δὲ πλωτευόμενον») …

    Dictionary of Greek

  • 74πλωτικός — ή, ό / πλωτικός, όν, ΝΑ [πλωτός] νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πλου («πλωτικά προβλήματα») 2. το θηλ. ως ουσ. η πλωτική η επιδεξιότητα στην πλεύση αρχ. 1. το αρσ. ως ουσ. ὁ πλωτικός έμπειρος ναύτης, θαλασσινός 2. φρ. «πλωτικὸς… …

    Dictionary of Greek

  • 75πλωτόρσιος — ον Μ γρήγορος στην πλεύση, ταχύπλοος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλωτός + ορσιος (< ορτος, βλ. λ. όρνυμι)] …

    Dictionary of Greek

  • 76πλόιμος — η, ο / πλόϊμος, ον, ΝΜΑ, και πλώιμος / πλώϊμος, ΝΑ [πλόος/πλους] νεοελλ. αυτός που είναι κατάλληλος ή ευνοϊκός για ταξίδι με πλοίο νεοελλ. αρχ. (για ποτάμι) αυτός που μπορεί να τόν διαπλεύσει κανείς με πλοίο, πλωτός μσν. 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ… …

    Dictionary of Greek

  • 77πλώω — Α ιων. τ. πλέω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο ιων. τ. πλώω (< *πλώ[F]ω) ανάγεται στην εκτεταμένη ετεροιωμένη βαθμίδα της ρίζας *pleu τού ρ. πλέω* (πρβλ. ῥέω: ῥώομαι) και συνδέεται με το αρχ. σλαβ. plavati «κολυμπώ», ενώ οι γερμανικές γλώσσες εμφανίζουν τ. με… …

    Dictionary of Greek

  • 78ποταμός — Στη φυσική γεωγραφία είναι υδάτινο ρεύμα, που χαρακτηρίζεται από μία σχετική συνέχεια και σταθερότητα τροφοδοσίας και με τομή κοίτης, γενικά, αρκετά ομαλή. Συνήθως αντιδιαστέλλεται από τον χείμαρρο, που έχει πιο ανώμαλους και απότομους… …

    Dictionary of Greek

  • 79προσπλωτός — ή, όν, Α [προσπλώω] αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να πλεύσει από τη θάλασσα, πλωτός, πλόιμος («ποταμοὶ ὅσοι... προσπλωτοὶ ἀπὸ θαλάσσης», Ηρόδ.) …

    Dictionary of Greek

  • 80πόταμος — Στη φυσική γεωγραφία είναι υδάτινο ρεύμα, που χαρακτηρίζεται από μία σχετική συνέχεια και σταθερότητα τροφοδοσίας και με τομή κοίτης, γενικά, αρκετά ομαλή. Συνήθως αντιδιαστέλλεται από τον χείμαρρο, που έχει πιο ανώμαλους και απότομους… …

    Dictionary of Greek