πλωτός

  • 51αναπλωτάζω — ἀναπλωτάζω (Α) [πλωτός] ανεβαίνω με ορμή στην επιφάνεια υγρού …

    Dictionary of Greek

  • 52βόλτα — Ποταμός (1.500 χλμ.) της δυτικής Αφρικής. Διαρρέει τα κράτη Μπουρκίνα Φάσο (πρώην Άνω Βόλτα), Ακτή του Ελεφαντοστού και, κυρίως, την Γκάνα. Σχηματίζεται στη βορειοκεντρική Γκάνα από τη συμβολή των δύο μεγαλύτερων κλάδων του, του Μαύρου Β. και του …

    Dictionary of Greek

  • 53εύπλωτος — εὔπλωτος, ον (Α) ευνοϊκός για τον πλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πλωτός < πλώω «επιπλέω»] …

    Dictionary of Greek

  • 54ιν — (Ιnn, λατ. Aenus). Ποταμός (515 χλμ.) της κεντρικής Ευρώπης, παραπόταμος του Δούναβη. Πηγάζει κοντά στη λίμνη Λουγκάνο, στο καντόνι Γκραουμπίντεν της ανατολικής Ελβετίας. Κατά το πρώτο τμήμα του διαρρέει την ελβετική πεδιάδα Ενγκαντέν,… …

    Dictionary of Greek

  • 55κάμα — I Ινδική θεότητα του έρωτα που αναφέρεται και στις Βέδες ως θεός που εισακούει τις επιθυμίες. Περίφημοι είναι στην ινδική μυθολογία οι πειρασμοί στους οποίους ο Κ. θέτει ασκητές και θεούς. Αντιπροσωπευτική είναι η περίπτωση του Σίβα, που… …

    Dictionary of Greek

  • 56κάρα — (Kara). Τοπωνύμιο της Ρωσίας. 1. Ακραίο θαλάσσιο τμήμα (880.000 τ. χλμ.) του Αρκτικού ωκεανού. Έχει μέσο βάθος 127 μ. και μέγιστο βάθος 620 μ. Ορίζεται από την ακτογραμμή της πεδιάδας της δυτικής Σιβηρίας και από τα νησιά Νέα Γη, Γη του… …

    Dictionary of Greek

  • 57κέστρος — Ονομασία ποταμού της Παμφυλίας κατά την αρχαιότητα, που βρισκόταν ανάμεσα στον Ευρυμέδοντα και τον Μαγόδο και πήγαζε από τα Σελγικά όρη. Είχε απεικονιστεί ως θεός σε νομίσματα της πόλης Πέργης. Ήταν πλωτός, όπως μαρτυρούν οι Πράξεις των Αποστόλων …

    Dictionary of Greek

  • 58κανάνγκα — Πόλη (557.800 κάτ. το 2003) της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό στην επαρχία του Δυτικού Κασάι (170.302 τ. χλμ., 5.648.300 κάτ.). Βρίσκεται στην αριστερή όχθη του ποταμού Λουλούα, ακριβώς στο σημείο που ο ποταμός αρχίζει να γίνεται πλωτός. Ιδρύθηκε …

    Dictionary of Greek

  • 59καραβοφάναρο — το ναυτ. πλοίο που χρησιμεύει ως πλωτός φανός, πυρσωρίδα …

    Dictionary of Greek

  • 60κουρά — I (Kura). Ποταμός (1.530 χλμ.) της νοτιοδυτικής Ασίας, που διαρρέει την Τουρκία, τη Γεωργία και το Αζερμπαϊτζάν. Πηγάζει από τα όρη Κισιριντάγι στη βορειοανατολική Τουρκία, και εκβάλλει στην Κασπία θάλασσα, νότια του Μπακού. Έχει έκταση λεκάνης… …

    Dictionary of Greek