πλωτός
41Σαιντ Λόρενς — (Saint Lawrence). Ποταμός της βόρειας Αμερικής, που συγκεντρώνει τα νερά ολόκληρης της περιοχής των Μεγάλων Λιμνών και εκβάλλει στον Ατλαντικό ωκεανό (Κόλπος του Σαιντ Λόρενς). Ο ποταμός αποτελεί μαζί με τις πέντε μεγάλες βορειοαμερικανικές… …
42Σενεγάλη — Κράτος της Δυτικής Αφρικής. Συνορεύει στα Β με τη Mαυριτανία, Α με το Mάλι και στα Ν με τη Γουινέα και την Γκάμπια. Στα Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό Ωκεανό.H Σενεγάλη αντιστοιχεί στο ομώνυμο πρώην έδαφος της Δυτικής Γαλλικής Aφρικής (AOF), που… …
43pleu- — pleu English meaning: to run, flow; to swim Deutsche Übersetzung: “rinnen (and rennen), fließen; schwimmen, schwemmen, gießen; fliegen, flattern” Note: probably extension from pel “flow, swim”, and originally ds. as pel(eu)… …
44CERBALUS — Apuliae amnis. Plin. l. 3. c. 11. Cervaria Nigro. Is est, de quo Strabo, l. 6. Μεταξὺ τῆς Σαλαπίας καὶ Σιποῦντος ποταμὸς πλωτὸς δἰ οὗ τὰ ἐκ Σιποῦντος κατάγεται. Baudrando Cerbalus fluv. Italiae, in regno Neapolitano in provinc. Capitanata. Oritur …
45-τος — παραγωγική κατάληξη επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία ανάγεται στην ΙΕ κατάληξη to , θεματική μορφή τής επέκτασης t (πρβλ. αρχ. ινδ. crutas, αβεστ. sruta , λατ. in clutus, ελλ. κλυτός). Η κατάληξη τος απαντά κυρίως …
46άπλωτος — η, ο (Α ἄπλωτός, ον) αυτός που δεν είναι πλωτός …
47έκπλωτος — ἔκπλωτος, ον (Α) (για ποταμό) πλωτός, πλεύσιμος …
48έποχος — ἔποχος, ον [επ έχω] (Α) 1. αυτός που μετακινείται με μεταφορικό μέσο («ἐπόχους πολλοῑς ἅρμασιν ἐξορμῶσιν», Αισχύλ.) 2. εκείνος που κάθεται σταθερά πάνω στο άλογο 3. ο γυμνασμένος στην ιππασία 4. πλωτός 5. μτφ. ο εμπνεόμενος από μανία, τρελός …
49αα — Ονομασία ποταμών της Ευρώπης. 1. Ποταμός (29 χλμ.) της Β Γαλλίας. Έχει τις πηγές του στα υψώματα της περιοχής Αρτουά και εκβάλλει στη Βόρεια θάλασσα, κοντά στην πόλη Γκρανβλίν. Είναι πλωτός σε μήκος 20 χλμ. 2. Παλαιά ονομασία του ποταμού Λιελούπε …
50αδιάπλευστος — η, ο αυτός που δεν τόν διέπλευσε ή δεν μπορεί να τόν διαπλεύσει κανείς, ο μη πλωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + διαπλέω. ΠΑΡ. αδιαπλευστία] …