Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

πλυντήριο

См. также в других словарях:

  • πλυντήριο — το 1. μέρος όπου γίνεται η πλύση, το πλυσταριό. 2. μηχάνημα για το πλύσιμο των ρούχων, των πιάτων: Η αγορά διαθέτει πολλά είδη πλυντηρίων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ηλεκτρικές οικιακές συσκευές — Συσκευές των οποίων η λειτουργία βασίζεται στον ηλεκτρισμό και οι οποίες αυτοματοποιούν σε μικρό ή μεγάλο βαθμό διάφορες οικιακές εργασίες. Οι η.ο.σ., λόγω της μεγάλης τους διάδοσης, έχουν δημιουργήσει μια ανθηρότατη βιομηχανία και κατέχουν… …   Dictionary of Greek

  • πλυντήριος — α, ο / πλυντήριος, ον ΝΜΑ αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πλύση ή ο κατάλληλος για πλύση νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το πλυντήριο α) μέρος τού σπιτιού ὁπου γίνεται το πλύσιμο, πλυσταρειό β) κατάστημα που αναλαμβάνει το πλύσιμο τών ρούχων,… …   Dictionary of Greek

  • Calgon — is a brand registered trademark of different corporations. The original product consisted of powdered sodium hexametaphosphate (amorphous sodium polyphospate), which in water would complex with ambient calcium ion and certain other cations,… …   Wikipedia

  • καίω — και καίγω και κάβω και κάβγω (AM καίω, Α και αττ. τ. κάω) 1. βάζω φωτιά σε κάτι, καταστρέφω κάτι με φωτιά, αποτεφρώνω, απανθρακώνω («καίω ξύλα») 2. εκπέμπω μεγάλη θερμοκρασία («σήμερα καίει πολύ ο ήλιος») 3. πυρπολώ («οι μπουρλοτιέρηδες έκαψαν… …   Dictionary of Greek

  • ορυχείο — Σύνολο εργοταξίων, υπόγειων ή επιφανειακών, τα οποία, με τις μηχανικές εγκαταστάσεις τους, έχουν προορισμό την ανόρυξη και την εξαγωγή χρήσιμων ορυκτών. Η επεξεργασία στην οποία υποβάλλεται η μάζα του πετρώματος λέγεται εκμετάλλευση του ορυκτού.… …   Dictionary of Greek

  • Βομβάη — (Bombay ή Mumbai).Πόλη (11.914.398 κάτ. το 2001) της Ινδικής Ένωσης (Ινδίας), πρωτεύουσα του ομοσπονδιακού κράτους Μαχαράστρα, χτισμένη σε μια θαυμάσια τοποθεσία στο Σαλσέτ, νησί κοντά στις ακτές του Περσικού κόλπου. Το 1534, ο σουλτάνος του… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Ντέι-Λιούις, Ντάνιελ — (Daniel Day Lewis, Λονδίνο 1958 –). Βρετανός ηθοποιός. Με σπουδές στο Bristol Arts Center, εμφανίσιμος και με μεγάλη θεατρική προϋπηρεσία ο Λ. ήταν ο ιδανικός ανερχόμενος σταρ για το εμπορικό αλλά και καλλιτεχνικό Χόλιγουντ που πάντοτε ζητά… …   Dictionary of Greek

  • άπλυτος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν πλένεται, άλουστος: Ήταν, φαίνεται, μέρες άπλυτος και βρομούσε. 2. λερωμένος, ακάθαρτος: Πήγε τα άπλυτα ρούχα στο πλυντήριο· φρ. «βγάζω τα άπλυτα στη φόρα», φανερώνω άγνωστες κακοήθειες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»