-
1 πλυντήριο
[плинтирио] ουσ. о. стиральная машинка,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > πλυντήριο
-
2 прачечная
-
3 стиральный
стиральный: \стиральныйая машина το πλυντήριο, η πλυντική μηχανή; \стиральный порошок η σκόνη για πλύσιμο* * *стира́льная маши́на — το πλυντήριο, η πλυντική μηχανή
стира́льный порошо́к — η σκόνη για πλύσιμο
-
4 золоуловитель
το σύστημα κατακράτησης της τέφραςη παγίδα της τέφραςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > золоуловитель
-
5 машина
1. (механизм) το μηχάνημα, η μηχανήбетонирующая - παροχής σκυροδέματος, η μπετονιέραбрикетировочная (αχ.) - κατασκευής δεματίων/μπρικбумагоделательная - κατασκευής χαρτιού/χαρτοποιίαςволокноотдели-тельная - διαχωρισμού των ινών/νημάτωνвязальная текст. - η μηχανή πλεξίματος- для брикетирования кормов - δεματοποίησης των ζωοτροφών, κατασκευής μπρίκ των ζωοτροφώνземлеройная - εκσκαφής, εκσκαπτικό/χωματουρ-γικό -зерноочистительная - καθαρισμού των δημητριακών, η λιχνιστική μηχανήзолотопромывочная - πλυσίματος/εξό-ρυξης του χρυσούклепальная - καρφώματος/πριτσινίσματοςкопировально-множительная - το εκτυπωτικό σύστημα όφσετ(παλαιότερα η λιθογραφία)лесовалочная - κοπής/ξύ-λευσης του δάσουςмаркировочная - σήμανσης/μαρκαρίσματοςотделочная - τελειώματος/φινιρίσματοςпосадочная лес. - φύτευσηςрулевая - του πηδαλίου/τιμονιούсветокопировальная - φωτοτυπικό -, το φωτοτυπικόсортировочная - см. сортировальная -уборочная с.-х. - η συλλεκτι-κή/θεριστική μηχανήупаковочная - δεματοποίισης/πακεταρίσματοςчесальная - ξέσης, ο ξάντηςэлектронно-вычислительная(ЭВМ) - ο ηλεκτρικός υπολογιστής (Η/Υ)το κομπιούτερ (ξεν.)2. (двигатель) η μηχανή,ο κινητήραςпаровая - ατμοκίνητη -, η ατμομηχανήрулевая мор. - πηδαλίου3. (автомобиль) το αυτοκίνητο, το όχημαлегковая - επιβατικό -, разг. το αμάξιРусско-греческий словарь научных и технических терминов > машина
-
6 мойка
1. (процесс) το πλύσιμο, η πλύση 2. (установка) το πλυντήριο,το μηχάνημα πλυσίματοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > мойка
-
7 пескомойка
το πλυντήριο άμμου.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пескомойка
-
8 посудомоечный
για πλύσιμο πιατικώνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > посудомоечный
-
9 свекломойка
το πλυντήριο των τεύτλων.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > свекломойка
-
10 стиральный
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > стиральный
-
11 прачечная
прач||ечнаяж τό πλυντήριο[ν], τό πλυσταριό. -
12 моечный
επ.πλυντικός•-ая машина πλυντήριο.
-
13 мойка
-и θ.πλύση, πλύσιμο. || πλυντήριο, μηχανή ξεπλύματος. -
14 прачечная
-ой θ. πλυσταριά, πλυντήριο. -
15 промывной
επ.1. πλυντικός• για ξέπλυμα.2. ουσ. -ая θ. πλυντήριο, πλυσταριό.
См. также в других словарях:
πλυντήριο — το 1. μέρος όπου γίνεται η πλύση, το πλυσταριό. 2. μηχάνημα για το πλύσιμο των ρούχων, των πιάτων: Η αγορά διαθέτει πολλά είδη πλυντηρίων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ηλεκτρικές οικιακές συσκευές — Συσκευές των οποίων η λειτουργία βασίζεται στον ηλεκτρισμό και οι οποίες αυτοματοποιούν σε μικρό ή μεγάλο βαθμό διάφορες οικιακές εργασίες. Οι η.ο.σ., λόγω της μεγάλης τους διάδοσης, έχουν δημιουργήσει μια ανθηρότατη βιομηχανία και κατέχουν… … Dictionary of Greek
πλυντήριος — α, ο / πλυντήριος, ον ΝΜΑ αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πλύση ή ο κατάλληλος για πλύση νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το πλυντήριο α) μέρος τού σπιτιού ὁπου γίνεται το πλύσιμο, πλυσταρειό β) κατάστημα που αναλαμβάνει το πλύσιμο τών ρούχων,… … Dictionary of Greek
Calgon — is a brand registered trademark of different corporations. The original product consisted of powdered sodium hexametaphosphate (amorphous sodium polyphospate), which in water would complex with ambient calcium ion and certain other cations,… … Wikipedia
καίω — και καίγω και κάβω και κάβγω (AM καίω, Α και αττ. τ. κάω) 1. βάζω φωτιά σε κάτι, καταστρέφω κάτι με φωτιά, αποτεφρώνω, απανθρακώνω («καίω ξύλα») 2. εκπέμπω μεγάλη θερμοκρασία («σήμερα καίει πολύ ο ήλιος») 3. πυρπολώ («οι μπουρλοτιέρηδες έκαψαν… … Dictionary of Greek
ορυχείο — Σύνολο εργοταξίων, υπόγειων ή επιφανειακών, τα οποία, με τις μηχανικές εγκαταστάσεις τους, έχουν προορισμό την ανόρυξη και την εξαγωγή χρήσιμων ορυκτών. Η επεξεργασία στην οποία υποβάλλεται η μάζα του πετρώματος λέγεται εκμετάλλευση του ορυκτού.… … Dictionary of Greek
Βομβάη — (Bombay ή Mumbai).Πόλη (11.914.398 κάτ. το 2001) της Ινδικής Ένωσης (Ινδίας), πρωτεύουσα του ομοσπονδιακού κράτους Μαχαράστρα, χτισμένη σε μια θαυμάσια τοποθεσία στο Σαλσέτ, νησί κοντά στις ακτές του Περσικού κόλπου. Το 1534, ο σουλτάνος του… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ντέι-Λιούις, Ντάνιελ — (Daniel Day Lewis, Λονδίνο 1958 –). Βρετανός ηθοποιός. Με σπουδές στο Bristol Arts Center, εμφανίσιμος και με μεγάλη θεατρική προϋπηρεσία ο Λ. ήταν ο ιδανικός ανερχόμενος σταρ για το εμπορικό αλλά και καλλιτεχνικό Χόλιγουντ που πάντοτε ζητά… … Dictionary of Greek
άπλυτος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν πλένεται, άλουστος: Ήταν, φαίνεται, μέρες άπλυτος και βρομούσε. 2. λερωμένος, ακάθαρτος: Πήγε τα άπλυτα ρούχα στο πλυντήριο· φρ. «βγάζω τα άπλυτα στη φόρα», φανερώνω άγνωστες κακοήθειες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)